Τρίτη, 19 Μαρ, 2024
Χρύσανθου και Δαρείας μαρτύρων, Κλαυδίου, Ιλαρίας, Ιάσονος, Μάυρου και Παγχαρίου μαρτ.
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Τ.Θ. 1602
Τ.Κ. 51006 Θεσσαλονίκη
Τηλ.: 2310 286247
Fax.: 2310 276590

ΓΙΑΤΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ



ΓΙΑΤΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑ ΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ
Γιατὶ ἐγκατέλειψα τὸν παπισμὸ

Ἱεροδιάκονος Παῦλος Μπάλλεστερ-Κονβαλιὲρ  
 
Ἕνα φρικτὸ δίλημμα

     Ἡ μεταστροφή μου στὴν Ὀρθοδοξία ἄρχισε μιὰ μέρα, ποὺ διόρθωνα τοὺς καταλόγους τῆς βιβλιοθήκης τοῦ μοναστηριοῦ στὸ ὁποῖο ἀνήκα. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ εἶναι τοῦ Τάγματος τοῦ Ἁγίου Φραγκίσκου καὶ βρίσκεται στὴν πατρίδα μου τὴν Ἰσπανία.
     Ἐνῶ ταξινομοῦσα διάφορα παλαιὰ ἔγγραφα σχετικὰ μὲ τὴν Ἱερὰ Ἐξέτασι, ἔπεσε στὰ χέρια μου ἕνα ἔγγραφο ἀληθινὰ καταπληκτικό, χρονολογούμενο ἀπὸ τὸ ἔτος 1647. Στὸ ἔγγραφο αὐτὸ ἀναφερόταν μιὰ ἀπόφασις τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, ποὺ ἀναθεμάτιζε ὡς αἱρετικὸ κάθε χριστιανὸ ὁ ὁποῖος θὰ τολμοῦσε νὰ πιστεύση, νὰ παραδεχθῇ καὶ νὰ μεταδώσῃ σὲ ἄλλους τὸ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στηριζόταν στὸ ἀποστολικὸ κῦρος του.
     Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα εὕρημα φρικτό, ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ χωρέσῃ ὁ νοῦς μου. Σκέφθηκα ἀμέσως, γιὰ νὰ καθησυχάσω τὴν ψυχή μου, ὅτι ἴσως ἐπρόκειτο γιὰ τυπογραφικὸ λάθος ἢ γιὰ μιὰ πλαστογράφησι, πρᾶγμα ποὺ ἄλλωστε ἦταν συνηθισμένο στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, στὴν ὁποία ἀναφερόταν τὸ κείμενο. Ἀλλὰ ἡ ταραχὴ καὶ ἡ ἔκπληξίς μου ἔγινε μεγαλύτερη ὅταν ἐρεύνησα καὶ διεπίστωσα ὅτι ἐκείνη ἡ ἀπόφασις τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως ποὺ ἀναφερόταν στὸ ἔγγραφο ἦταν αὐθεντική. Πράγματι, ἤδη σὲ δύο περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδὴ στὰ 1327 καὶ 1351, οἱ Πάπαι Ἰωάννης ΚΒ' καὶ Κλήμης ΣΤ' διαδοχικῶς εἶχαν καταδικάσει καὶ ἀναθεματίσει κάθε ἕναν ποὺ θὰ τολμοῦσε νὰ ἀρνηθῇ ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθ' ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἀποστολικοῦ τοῦ βίου, εἶχε ἀπολύτως ὑποταχθῇ στὴν μοναρχικὴ ἐκκλησιαστικὴ αὐθεντία τοῦ πρώτου Πάπα καὶ Βασιλέως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Καὶ πολὺ ἀργότερα, ὁ Πίος Ι' στὰ 1907 καὶ ὁ Βενέδικτος ΙΕ' στὰ 1920 εἶχαν ἐπαναλάβει τὰ ἴδια ἀναθέματα καὶ τὶς ἴδιες καταδίκες.
     Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀποκλείσω κάθε πιθανότητα ἀβλεψίας ἢ πλαστογραφήσεως. Κι ἔτσι ἀντιμετώπισα ἀμέσως ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα συνειδήσεως.
     Προσωπικά, μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ παραδεχθῶ ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος διατελοῦσε κάτω ἀπὸ οἱοδήποτε Παπικὸ πρόσταγμα. Ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ ἀποστολικοῦ του ἔργου ἀνάμεσα στὰ ἔθνη ἀπέναντι ἐκείνης ποὺ χαρακτήριζε τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πέτρου ἀνάμεσα στοὺς περιτετμημένους ἦταν γιὰ μένα ἕνα ἀτράνταχτο γεγονὸς ποὺ τὸ φώναζε ἡ Ἁγία Γραφή.
     Τὸ πρᾶγμα ἦταν γιὰ μένα καταφάνερο, ἀφοῦ οἱ ἐξηγητικὲς ἐργασίες τῶν Πατέρων σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο δὲν ἀφήνουν τόπο στὴν παραμικρὰ ἀμφιβολία. « Ὁ Παῦλος- γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος- διακηρύσσει τὴν ἰσότητά του μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους καὶ θέλει νὰ συγκριθῇ, ὄχι μονάχα μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν πρῶτο ἀπ' αὐτούς, γιὰ ν' ἀποδείξῃ ὅτι ὁ καθένας τους εἶχε τὸ ἴδιο κῦρος». Πράγματι, ὁμοθυμαδὸν ὅλοι οἱ Πατέρες παραδέχονται ὅτι «ὅλοι οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι ἦσαν τὸ ἴδιο ποὺ ἦταν ὁ Πέτρος, δηλαδὴ ἦσαν περιβεβλημένοι τὴν ἴδια τιμὴ κι' ἐξουσία». Εἶναι ἀδύνατο ὁποιοσδήποτε ἀπ' αὐτοὺς νὰ ἀσκοῦσε ἐξουσία ἀνώτερη στοὺς ἄλλους, διότι ὁ ἀποστολικὸς τίτλος ποὺ εἶχε ὁ καθένας τους ἦταν «ἡ μεγαλύτερη αὐθεντία, ἡ κορυφὴ ὅλων τῶν ἐξουσιῶν». «Ὅλοι ἦσαν ποιμένες, ἐνῶ τὸ ποίμνιο ἦταν ἕνα. Καὶ τὸ ποίμνιο αὐτὸ ποιμαινόταν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους μὲ ὁμόθυμη ὅλων συγκατάνευσι». 
     Τὸ ζήτημα ἦταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι ὅμως, ἡ ρωμαϊκὴ διδασκαλία ἐδῶ ἦταν ἀντίθετη ἀπὸ τὰ πράγματα. Ἔτσι εἰσῆλθα γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου σ' ἕνα τρομακτικὸ δίλημμα. Τί θὰ διάλεγα: Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοσι, ἢ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μου ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος; Σύμφωνα μὲ τὴ ρωμαϊκὴ θεολογία εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία νὰ πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθαρὴ μοναρχία, τῆς ὁποίας μονάρχης εἶναι ὁ Πάπας. Ἔτσι, ἡ σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ, συνοψίζοντας ὅλες τὶς προγενέστερες καταδίκες, διεκήρυξε ἐπίσημα ὅτι «ἐὰν κανεὶς πῇ... ὅτι ὁ Πέτρος (θεωρούμενος ὡς ὁ πρῶτος Πάπας) δὲν διωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὡς ἀρχηγὸς τῶν Ἀποστόλων καὶ Κεφαλὴ ὁρατὴ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας...εἶναι ὑπὸ ἀνάθεμα».  

 

Ἀπευθύνομαι στὸν ἐξομολόγο μου  

     Μέσα σ' αὐτὸ τὸν ψυχικὸ κλονισμό, ἀπευθύνθηκα στὸν πνευματικό μου καὶ τοῦ ἐξέθεσα μὲ ἀφέλεια τὸ ζήτημα. Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ξακουστοὺς ἱερεῖς τοῦ μοναστηριοῦ μας. Μὲ ἄκουσε μὲ στενοχώρια, καταλαβαίνοντας ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ πολὺ δύσκολο πρόβλημα. Ἀφοῦ σκέφθηκε μερικὲς στιγμές, ἀναζητώντας ματαίως μιὰ ἰκανοποιητικὴ λύσι, μοῦ εἶπε τέλος τὰ ἑξῆς, ποὺ ὁμολογῶ δὲν τὰ περίμενα:
     - Ἡ Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες σᾶς ἔκαμαν κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι αὐτὴ κι ἐκείνους κατὰ μέρος καὶ περιορισθῆτε στὸ νὰ ἀκολουθῆτε πιστὰ τὶς ἀλάθητες διδασκαλίες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὴν ἀφήνετε τὸν ἑαυτό σας νὰ γίνεται λεία τέτοιων σκέψεων. Μὴν ἐπιτρέψετε ποτὲ νὰ σκανδαλίζουν τὴν πίστη σας στὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ὁποιαδήποτε κι ἂν εἶναι αὐτά.
     Αὐτὴ ἡ ἀπάντησις ποὺ ἐδόθη μὲ πολλὴ φυσικότητα, συνετέλεσε ὥστε ἡ σύγχυσίς μου νὰ μεγαλώσῃ. Πάντοτε παραδεχόμουν ὅτι ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ παραμερίσῃ.
     Χωρὶς νὰ μοῦ δώσῃ καιρὸ νὰ προβάλω καμμιὰ ἔνστασι, ὁ πνευματικός μου πρόσθεσε:
     - Γιὰ ἀντάλλαγμα, θὰ σᾶς δώσω ἕνα κατάλογο διακεκριμένων συγγραφέων, στὰ ἔργα τῶν ὁποίων θὰ ἀναπαυθῇ καὶ θὰ στηριχθῇ ἡ πίστις σας. Διότι σ' αὐτὰ θὰ βρῆτε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας χωρὶς ἀγκάθια.
     Καὶ ρωτώντας με ἂν εἶχα κάτι ἄλλο «πιὸ ἐνδιαφέρον» νὰ τοῦ ἐκθέσω, ἔθεσε τέρμα στὴ συνομιλία μας.
     Μερικὲς μέρες ἀργότερα, ὁ πνευματικός μου ἀνεχώρησε ἀπὸ τὸ μοναστήρι σὲ μία περιοδεία κηρυγμάτων ποὺ θὰ ἔκανε σὲ διάφορες ἐκκλησίες τοῦ Τάγματος. Μοῦ ἄφησε τὸν πίνακα τῶν συγγραφέων, συνιστώντας μου νὰ τοὺς διαβάσω. Καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ τοῦ κάνω γνωστὲς τὶς προόδους μου σ' αὐτὸ τὸ διάβασμα μὲ γράμματα ποὺ θὰ τοῦ ἔστελνα.
     Ἂν καὶ τὰ λόγια του δὲν μὲ εἶχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἄρχισα νὰ τὰ διαβάζω μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ ἀντικειμενικότητα καὶ προσοχή.
     Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ βιβλία αὐτὰ ἦσαν θεολογικὰ κείμενα καὶ ἐγχειρίδια παπικῶν ἀποφάσεων, καθὼς καὶ «οἰκουμενικῶν» συνόδων. Ρίχθηκα στὴ μελέτη τους μὲ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον, ἔχοντας ὡς μόνο ὁδηγό μου τὴν Ἁγία Γραφή, «λύχνον τοῖς ποσί μου καὶ φῶς εἰς τὰς τρίβους μου».
     Καθὼς προχωροῦσα στὸ διάβασμα τῶν βιβλίων ἐκείνων, καταλάβαινα ὁλοένα καὶ καλύτερα, ὅτι ὡς τότε ἀγνοοῦσα ἀρκετὰ τὴ φύσι τῆς Ἐκκλησίας μου. Ἔχοντας προσηλυτισθεῖ στὸν Χριστιανισμὸ καὶ βαπτισθεῖ μόλις τελείωσα τὶς ἐγκύκλιες σπουδές μου, ἀκολούθησα κατόπιν φιλοσοφικὲς σπουδὲς καὶ τότε ποὺ σᾶς μιλῶ βρισκόμουν μόλις στὶς ἀρχὲς τῶν θεολογικῶν μελετῶν. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἐπιστήμη ὁλότελα νέα γιὰ μένα. Μέχρις ἐκείνη τὴν ὥρα Χριστιανισμὸς καὶ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἦταν γιὰ μένα ἕνα ἀμάλγαμα, κάτι τὸ ἀξεχώριστο ἀπολύτως, Στὴ μοναστική μου ζωὴ μὲ ἀπασχολοῦσε μονάχα ἡ καθαρῶς ὑπερφυσική τους ὄψις καὶ δὲν μοῦ εἶχε δοθεῖ ἀκόμη ἡ εὐκαιρία νὰ ἐξετάσω κατὰ βάθος τὶς βάσεις καὶ τοὺς λόγους τῆς ὀργανικῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας μου.  

 

τερατώδης διδασκαλία περὶ Πάπα  

     Ἀκριβῶς, λοιπόν, μέσα σ' ἐκείνη τὴν ἀνθοδέσμη κειμένων ποὺ σοφὰ εἶχε συνθέσει ὁ πνευματικός μου προϊστάμενος ἄρχισε νὰ μοῦ ἀποκαλύπτεται στὴν πραγματικὴ φύσι του ὁ παράξενος αὐτὸς μοναρχικὸς θρησκευτικὸς ὀργανισμός, ποὺ λέγεται Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία. Ὑποθέτω, ὅτι μιὰ σύνοψις τῶν χαρακτηριστικῶν της δὲν εἶναι ἐδῶ περιττή.
     Πρῶτα-πρῶτα, γιὰ τὸν ρωμαϊκὸ καθολικισμὸ ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία «δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἀπόλυτη μοναρχία», τῆς ὁποίας μονάρχης εἶναι ὁ Πάπας, ἐνεργώντας σὲ κάθε τομέα ὡς τέτοιος. Στὴν παπικὴ αὐτὴ μοναρχία «ὑφίσταται ὅλη ἡ δύναμις καὶ ἡ στερεότης τῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία «ἀλλοιῶς δὲν θὰ ὑφίστατο». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμὸς στηρίζεται ἐξ ὁλοκλήρου στὴν παπωσύνη. Κάτι πιὸ πολὺ ἀκόμη. «Ἡ παπωσύνη εἶναι τὸ πιὸ σπουδαῖο στοιχεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ», «ἡ ἀποκορύφωσίς του καὶ ἡ οὐσία του».
     Ἡ μοναρχικὴ αὐθεντία τοῦ Πάπα ὡς Ἀρχηγοῦ ὑπερτάτου καὶ ὡς κεφαλῆς ὁρατῆς τῆς Ἐκκλησίας, Ἀκρογωνιαίου λίθου, Παγκοσμίου Ἀλάθητου Διδασκάλου τῆς Πίστεως, Ἀντιπροσώπου τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ Γῆ, Ποιμένος τῶν Ποιμένων καὶ Ἄκρου Ἀρχιερέως, εἶναι πλήρως δυναμικὴ καὶ ἐξουσιαστικὴ καὶ ἀγκαλιάζει ὅλα τὰ διδασκαλικὰ καὶ νομοθετικὰ δικαιώματα ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἐκτείνεται «Θείῳ δικαίῳ» πάνω σὲ ὅλους καὶ χωριστὰ πάνω σὲ καθένα βαπτισμένο ἄνθρωπο σ΄ ὅλον τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ δικτατορικὴ ἐξουσία μπορεῖ ὅθεν ὁποτεδήποτε νὰ ἀσκηθῇ ἀπ' εὐθείας σὲ ὁποιονδήποτε χριστιανό, εἴτε λαϊκὸς εἶναι αὐτὸς εἴτε κληρικός, καὶ σὲ ὁποιαδήποτε Ἐκκλησία ὁποιουδήποτε λειτουργικοῦ τύπου καὶ γλώσσης κι' ἂν εἶναι, δεδομένου ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ὁ ὑπερεπίσκοπος σὲ κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἐπισκοπὴ τοῦ κόσμου.
     Ὅσοι ἁρνοῦνται νὰ τοῦ ἀναγνωρίσουν ὅλη αὐτὴ τὴν ἐξουσία καὶ δὲν ὑποτάσσονται σ' αὐτὴ τυφλὰ εἶναι σχισματικοί, αἱρετικοί, ἀσεβεῖς καὶ ἱερόσυλοι καὶ οἱ ψυχές τους εἶναι ἀπὸ τώρα προωρισμένες γιὰ τὴν αἰωνία καταδίκη, διότι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία μας νὰ πιστεύουμε στὸ θεῖο καθίδρυμα τῆς παπωσύνης καὶ νὰ ὑποτασσόμαστε σ' αὐτὴ καὶ στοὺς ἐκπροσώπους της. Ὁ Πάπας ἔτσι ἐνσαρκώνει ἐκεῖνον τὸν φανταστικὸ Ἄρχοντα, ποὺ ὁ Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ὅτι θὰ πρέπει ὅλοι νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν γιὰ νὰ σωθοῦν.    
     Πάντα κατὰ τὴν ρωμαϊκὴ διδασκαλία, «δεδομένου ὅτι ὁ Πάπας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνῃ καὶ νὰ κρίνῃ ὅλα τὰ πνευματικὰ ζητήματα ὅλων καὶ καθ' ἑνὸς ξεχωριστὰ τῶν χριστιανῶν, πολὺ περισσότερο ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κάνῃ τὸ ἴδιο καὶ στὶς κοσμικὲς ὑποθέσεις τους. Δὲν μπορεῖ νὰ περιορισθῇ μόνο στὸ νὰ δικάζῃ μὲ πνευματικὲς ποινές, στερώντας τὴν αἰωνία σωτηρία σ' ἐκείνους ποὺ δὲν τοῦ ὑποτάσσονται, ἀλλὰ ἔχει ἐπίσης καὶ τὸ δικαίωμα νὰ ἀσκῇ καὶ κοσμικὴ ἐξουσία πάνω στοὺς πιστούς. Διότι καὶ ἡ Ἐκκλησία ἔχει δύο μάχαιρες, σύμβολο τῆς πνευματικῆς καὶ τῆς κοσμικῆς δυνάμεως. Ἡ πρώτη ἀπ' αὐτὲς εἶναι στὸ χέρι τοῦ κλήρου, ἡ ἄλλη στὸ χέρι τῶν βασιλέων καὶ τῶν στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι καὶ αὐτοὶ κάτω ἀπὸ τὴ θέλησι καὶ στὴν ὑπηρεσία τοῦ κλήρου».
     Ὁ Πάπας, ἰσχυριζόμενος ὅτι εἶναι στὴ γῆ ἀντιπρόσωπος Ἐκείνου τοῦ ὁποίου «ἡ βασιλεία οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», Ἐκείνου ποὺ ἀπαγόρευσε στοὺς Ἀποστόλους νὰ μιμοῦνται τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς οἱ ὁποῖοι «κυριεύουσι τῶν ἐθνῶν», αὐτοτιτλοφορεῖται καὶ κοσμικὸς βασιλεύς, συνεχίζοντας ἔτσι τὴν ἰμπεριαλιστικὴ παράδοση τῆς Ρώμης. Κατὰ διαφόρους καιροὺς ἔγινε πράγματι κύριος μεγάλων ἐδαφικῶν ἐκτάσεων, ἔκαμε αἱματηροὺς πολέμους ἐναντίον ἄλλων Χριστιανῶν βασιλέων γιὰ τὴν ἀπόκτησι καὶ ἄλλων ἐδαφῶν, ἢ ἁπλῶς διψώντας κι' ἄλλα πλούτη καὶ ἐξουσίες. Εἶχε μυριάδες σκλάβους. Ἔπαιζε οὐσιαστικὸ ρόλο καὶ πολλὲς φορὲς ἀποφασιστικὸ στὴν πολιτικὴ ἱστορία. Τὸ καθῆκον τῶν χριστιανῶν ἀρχόντων εἶναι νὰ ὑποχωροῦν μπροστὰ στὸν «θείῳ δικαίῳ βασιλέα» παραχωρώντας του αὐτὸ τὸ βασίλειο κι αὐτὸν τὸν θρόνο τὸν πολιτικο-εκκλησιαστικό, «ποὺ ἔγινε γιὰ νὰ ἐξευγενίσῃ καὶ νὰ στερεώσῃ ὅλους τοὺς ἄλλους θρόνους τοῦ κόσμου». Σήμερα τὸ κοσμικὸ βασίλειο τοῦ Πάπα εἶναι περιορισμένο στὴν πόλι τοῦ Βατικανοῦ. Πρόκειται γιὰ κράτος αὐτόνομο μὲ διπλωματικοὺς ἐκπροσώπους στὶς κυβερνήσεις καὶ τῶν δύο ἡμισφαιρίων, μὲ στρατό, ὅπλα, ἀστυνομία, φυλακές, νόμισμα κ.λ.π.
     Καὶ ὡς κορώνα καὶ κορυφὴ τῆς παντοδυναμίας του ὁ Πάπας κατέχει ἀκόμη ἕνα τρομερὸ προνόμιο, μοναδικὸ στὸν κόσμο. ¨Ἕνα τερατῶδες καὶ ἐξωτικὸ προνόμιο, ποὺ οὔτε οἱ πιὸ ποταπὲς εἰδωλολατρεῖες δὲν εἶχαν τὴ φαντασία νὰ τὸ συλλάβουν: εἶναι ἀλάθητος θείῳ δικαίῳ, σύμφωνα μὲ δογματικὸ ὅρο τῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ ἔγινε στὰ 1870. Ἀπὸ τότε καὶ πέρα «σ' αὐτὸν ἡ ἀνθρωπότης ὀφείλει νὰ ἀποτείνῃ τοὺς λόγους ποὺ προηγουμένως ἀπέτεινε στὸν Κύριο: Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις». Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ ὁδηγῇ τὴν Ἐκκλησία «εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν». Δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη τῆς Ἁγίας Γραφῆς οὔτε τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, διότι εἶναι πλέον ἕνας θεὸς πάνω στὴ γῆ, μὲ ἐξουσία νὰ ἀχρηστεύῃ καὶ νὰ διακηρύσσῃ ὡς πλανερὲς τὶς διδασκαλίες τοῦ Οὐρανίου Θεοῦ. Μὲ βάσι αὐτὸ τὸ ἀλάθητο, ὁ Πάπας εἶναι ὁ μόνος κανόνας τῆς Πίστεως καὶ μπορεῖ νὰ ἐκφράσῃ, ἀκόμη καὶ ἀντίθετα πρὸς τὸ κριτήριο ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, καινούργια δόγματα, τὰ ὁποῖα ὅλοι οἱ πιστοὶ ὀφείλουν νὰ τὰ παραδεχθοῦν γιὰ νὰ μὴν ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴ σωτηρία. «Ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴ θέλησί του καὶ τὴ διάθεσή του νὰ θεωρῇ ὅ,τι αὐτὸς θέλει ὡς ἱερὸ ἢ ὡς ἅγιο μέσα σ' ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία» καὶ οἱ δεκρετάλιες ἐπιστολές του πρέπει νὰ θεωροῦνται, νὰ πιστεύωνται καὶ νὰ ὑπακούωνται «ὡς κανονικὲς ἐπιστολές». Ἀφοῦ εἶναι ἀλάθητος ὁ Πάπας, πρέπει νὰ ἀπολαβαίνῃ τυφλὴ ὑπακοή. Ὁ καρδινάλιος Βελλαρμῖνος, ποὺ ἀνακηρύχθηκε «ἅγιος» ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, λέγει τὰ ἑξῆς μὲ φυσικώτατο ὕφος: «Ἂν ὁ Πάπας καμμιὰ μέρα ἐπιβάλῃ ἁμαρτίες καὶ ἀπαγορεύσῃ ἀρετές , ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ πιστεύσῃ ὅτι οἱ ἁμαρτίες αὐτὲς εἶναι καλὲς καὶ ὅτι οἱ ἀρετὲς ἐκεῖνες εἶναι κακές».  

 

ἀπάντησις τοῦ ἐξομολόγου μου  

     Ἀφοῦ διάβασα ὅλα ἐκεῖνα τὰ βιβλία, αἰσθανόμουν τὸν ἑαυτό μου σὰν ξένο μέσα στὴν Ἐκκλησία μου, τῆς ὁποίας ἡ ὀργανικὴ σύστασις δὲν εἶχε σχέσι, μὲ τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος ποὺ ὠργάνωσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ διάδοχοί τους καὶ ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐννοοῦσαν. Κάτω ἀπ' αὐτὴν τὴν πεποίθησι ἔγραψα τὸ πρῶτο μου γράμμα στὸν πνευματικό μου.
     -Διάβασα τὰ βιβλία σας. Δὲν θὰ παραβῶ ποτὲ τὰ θεία ἐντάλματα, γιὰ νὰ δώσω πίστι σὲ ἀνθρώπινες διδασκαλίες, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν παραμικρὴ βάσι στὴν Ἁγία Γραφή. Τέτοιες διδασκαλίες εἶναι ἡ σειρὰ τῶν ἀνοησιῶν γιὰ τὴν παπωσύνη. Μὲ δεδομένα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε τὴ φύσι τῆς Ἐκκλησίας κι' ὄχι μ' ἀποφάσεις καὶ θεωρίες ἀνθρώπινες. Ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως δὲν πηγάζει παρὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν Παράδοσι τῆς συνόλου Ἐκκλησίας». Ἡ ἀπάντησις ἦλθε γρήγορα:
     - Δὲν ἀκολουθήσατε τὴ συμβουλή μου, παραπονιόταν ὁ πνευματικός μου, -κι' ἀφήσατε τὴν ψυχή σας ἔκθετη στὴν ἐπικίνδυνη ἐπίδρασι τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ ἡ φωτιά, κατακαίει καὶ μαυρίζει ὅταν δὲν φωτίζει. Γιὰ κάτι τέτοιες περιπτώσεις σὰν τὴν δική σας οἱ Πάπαι ἔχουν ἀποφανθεῖ ὅτι «εἶναι σκανδαλώδης πλάνη νὰ πιστεύῃ κανεὶς ὅτι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μποροῦν νὰ διαβάζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ» καὶ οἱ θεολόγοι μᾶς βεβαιώνουν ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ «εἶναι ἕνα σκοτεινὸ σύννεφο». «Τὸ νὰ πιστεύῃ κανεὶς στὴ φωτεινότητα καὶ τὴ σαφήνεια τῆς Γραφῆς εἶναι δόγμα ἑτερόδοξο», λέγουν οἱ ἀλάθητοι Ἀρχηγοί μας. Ὅσο γιὰ τὴν Παράδοσι, δὲν θεωρῶ ἀναγκαῖο νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω ὅτι πρέπει «νὰ ακολουθοῦμε πρωτίστως τὸν Πάπα ὅταν πρόκειται γιὰ ζητήματα πίστεως. Ὁ Πάπας ἀξίζει σ' αὐτὴ τὴν περίπτωσι ὅσο δὲν ἀξίζουν μυριάδες Αὐγουστῖνοι, Ἱερώνυμοι, Γρηγόριοι, Χρυσόστομοι...».
     Τὸ γράμμα αὐτὸ ἐνίσχυσε ἀντὶ νὰ γκρεμίσῃ τὴν πεποίθησί μου. Μοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ θέσω σὲ δεύτερη μοίρα ἀπὸ τὸν Πάπα τὴν Ἁγία Γραφή. Χτυπώντας τὴν Γραφή, ἡ Ἐκκλησία μου ἔχανε κάθε ἀξιοπιστία μπροστά μου, γινόταν ἕνα μὲ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι, «ἐλεγχόμενοι ἀπὸ τὴν Γραφή, στρέφονται ἐναντίον της». Ἦταν ἡ τελευταία ἐπαφὴ ποὺ εἶχα μὲ τὸν πνευματικό μου.  

 

Ο Πάπας εἶναι τὸ πᾶν καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τίποτε  

     Ἀλλὰ δὲν σταμάτησα ἐκεῖ. Εἶχα ἤδη ἀρχίσει νὰ «ἐκτροχιάζομαι ἀπὸ τὸν ἐκτροχιασμὸ» τῆς Ἐκκλησίας μου. Εἶχα πάρει ἕνα δρόμο ὅπου δὲν ἔπρεπε νὰ σταθῶ ἕως ὅτου βρῶ μιὰ θετικὴ λύσι. Τὸ δράμα μου ἐκείνων τῶν ἡμερῶν ἦταν ὅτι εἶχα ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν Παπισμό, ἀλλὰ δὲν πλησίαζα καμμιὰ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα. Ὀρθοδοξία καὶ Προτεσταντισμὸς ἦσαν γιὰ μένα τότε ἰδέες συγκεχυμένες καὶ δὲν εἶχα φθάσει ἀκόμη στὴν ὥρα καὶ στὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώσω ὅτι μποροῦσαν νὰ προσφέρουν κάτι στὴν ἀγωνία μου. Παρ' ὅλα αὐτὰ ἐξακολουθοῦσα νὰ ἀγαπῶ τὴν Ἐκκλησία μου ποὺ μὲ εἶχε κάνει χριστιανὸ καὶ ποὺ φοροῦσα τὸ σχῆμα της. Μοῦ χρειαζόταν ἀκόμη πολλὴ ἐμβάθυνσις καὶ σκέψις γιὰ νὰ φθάσω σιγά-σιγά, μὲ κόπο καὶ ὀδύνη, στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἀγαποῦσα δὲν ὑφίστατο μέσα στὸ παπικὸ σύστημα.
     Πράγματι, ἀπέναντι τῆς μονοκρατορικῆς ἐξουσιας τοῦ Πάπα, ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος δὲν ὑφίσταται οὐσιαστικὰ ἐκεῖ. Διότι σύμφωνα μὲ τὴ ρωμαϊκὴ θεολογία «ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει τότε μόνο, ὅταν χαρακτηρίζεται καὶ ἐναρμονίζεται μὲ τὴ θέλησι τοῦ Πάπα. Σὲ ἀντίθετη περίπτωσι, ἐκμηδενίζεται». Ἔτσι, εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα ὁ Πάπας μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ Πάπας χωρὶς τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ ὁ Πάπας εἶναι τὸ πᾶν καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τίποτε. Πολὺ σωστὰ ἔγραψε ὁ ἐπίσκοπος Μαρέν΄ «Θὰ ἦταν πιὸ ἀκριβεῖς οἱ ρωμαιοκαθολικοί, ἂν ἐκφωνώντας τὸ "Πιστεύω" ἔλεγαν: "Καὶ εἰς ἕνα Πάπαν" παρὰ νὰ λένε: "Καὶ εἰς μίαν...Ἐκκλησίαν"». Ἡ σημασία καὶ ὁ ρόλος τῶν ἐπισκόπων μέσα στὴ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι παρὰ ἁπλὴ ἐκπροσώπησις τῆς παπικῆς ἐξουσίας, στὴν ὁποία καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἐπίσκοποι ὑποτάσσονται ὅπως οἱ ἁπλοὶ πιστοί. Αὐτὸ τὸ καθεστὼς προσπαθοῦν νὰ τὸ στηρίξουν στὸ κβ' κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ὅπου σύμφωνα μὲ τὴ ρωμαϊκὴ ἑρμηνεία, «ὁ Κύριος ἐμπιστεύεται στὸν ἀπόστολο Πέτρο, τὸν πρῶτο Πάπα, τὴν ποίμανση τῶν ἀρνίων του καὶ τῶν προβάτων του, δηλαδὴ τοῦ ἀναθέτει τὸ ἔργο ὑπερτάτου Ποιμένος μὲ ἀποκλειστικὰ δικαιώματα σὲ ὅλους τοὺς πιστούς, ποὺ εἶναι τὰ ἀρνία, καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ ἐπισκόπους, ποὺ εἶναι τὰ πρόβατα».
     Ἀλλὰ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι στὴ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία οὔτε κἂν διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, διότι ὅπως δογματίζει ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ «ἡ ἀποστολικὴ  ἐξουσία ἐξέλιπε μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ δὲν μετεδόθη στοὺς διαδόχους της ἐπισκόπους. Μονάχα ἡ παπικὴ ἐξουσία τοῦ Πέτρου, ὑπὸ  τὴν ὁποία βρίσκονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι, μετεδόθη στοὺς διαδόχους τοῦ Πέτρου, δηλαδὴ στοὺς Πάπες». Οἱ ἐπίσκοποι, λοιπόν, μὴ ἔχοντας κληρονομήσει καμμιὰ ἀποστολικὴ ἐξουσία, δὲν ἔχουν ἄλλη ἐξουσία παρὰ ἐκείνη ποὺ τοὺς παραχωρήθηκε, ὄχι ἀπ' εὐθείας ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἄκρο Ποντίφηκα τῆς Ρώμης.
     Καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἐπίσης δὲν ἔχουν ἄλλη ἀξία παρὰ ἐκείνη ποὺ τοὺς παραχωρεῖ ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, διότι «δὲν εἶναι οὔτε μποροῦν νὰ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα παρὰ συνέδρια τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ συγκαλοῦνται ὑπὸ τὴν αὐθεντία καὶ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν προεδρία τοῦ Πάπα». Ἀρκεῖ ὁ Πάπας νὰ βγῇ ἀπὸ τὴν αἴθουσα τῆς Συνόδου λέγοντας: «Δὲν βρίσκομαι πλέον ἐκεῖ μέσα», γιὰ νὰ παύσῃ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ ἔχῃ κῦρος.  Οἱ ὅροι τῆς Συνόδου ἐπίσης δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀξία, ἂν δὲν ἐγκριθοῦν καὶ δὲν ἐπικυρωθοῦν ἀπὸ τὸν Πάπα, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ τοὺς ἐπιβάλῃ μὲ τὴν αὐθεντία του στοὺς πιστούς.  

φοβερὴ ἀπάντησις ἑνὸς Ἰησουΐτη  

     Εἶχα καθ' ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα σχεδὸν παρατήσει τὶς μελέτες μου, ἐπωφελούμενος ὅλες τὶς ὧρες ποὺ ὁ κανονισμὸς τοῦ Τάγματος ἐπέτρεπε νὰ ἀποτραβηχθῶ στὸ κελλί μου, ὅπου δὲν σκεπτόμουν τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ μεγάλο μου πρόβλημα. Ἐπὶ μῆνες ὁλόκληρους μελετοῦσα τὴν σύσταση καὶ τὴν ὀργάνωσι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀπ' εὐθείας ἀπὸ τὶς ἀποστολικὲς καὶ πατερικὲς πηγές. Ἀλλὰ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία δὲν γινόταν  ἐξ ὁλοκλήρου μυστικά. Καὶ ἡ ἐξωτερική μου ζωὴ φαινόταν ἰσχυρὰ ἐπηρεασμένη ἀπ' αὐτὴ τὴ μεγάλη μέριμνα, ποὺ εἶχε ἀπορροφήσει ὅλο μου τὸ ἐνδιαφέρον καὶ συγκεντρώσει ὅλες μου τὶς δυνάμεις. Δὲν ἔχανα εὐκαιρία νὰ ζητῶ ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι κάθε τί ποὺ θὰ συντελοῦσε κάπως στὸ νὰ φωτισθῶ πλήρως. Ἔτσι ἄρχισα νὰ συζητῶ τὸ θέμα μὲ γνωστές μου ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχα στὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν καρδιά τους. Μ' αὐτὸ τὸν τρόπο δεχόμουν διαρκῶς ἐντυπώσεις καὶ ἀπόψεις πάνω στὸ θέμα, οἱ ὁποῖες ἦσαν γιὰ μένα πάντα ἐνδιαφέρουσες καὶ σημαντικές.
     Βρῆκα τοὺς περισσότερους ἀπ' αὐτοὺς τοὺς κληρικοὺς πιὸ φανατικοὺς ἀπ' ὅτι περίμενα. Παρ' ὅλο ὅτι ἀνεγνώριζαν κατὰ βάθος τὴν παράλογη βάσι τῆς διδασκαλίας περὶ Πάπα, κολλοῦσαν ἀπεγνωσμένα στὴν ἰδέα ὅτι «ἡ ὀφειλομένη στὸν Πάπα ὑποταγὴ ἀπαιτεῖ μιὰ τυφλὴ συγκατάθεσι τῆς ἀντιλήψεώς μας», καθὼς καὶ σ' ἐκεῖνο τὸ ἄλλο ἀπόφθεγμα τοῦ ἱδρυτοῦ τῶν Ἰησουϊτῶν κατὰ τὸ ὁποῖο «γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε στὴν πλάνη, ὀφείλουμε πάντα νὰ στηριζόμαστε στὸ βασικὸ καὶ ἀμετάθετο ἀξίωμα ὅτι αὐτὸ ποὺ βλέπουμε ὡς ἄσπρο εἶναι στὴν πραγματικότητα μαῦρο, ἂν μᾶς λέγει ὅτι εἶναι μαῦρο ἡ ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας». Μ' αὐτὴ τὴ φανατικὴ προκατάληψι ἕνας ἱερεὺς τοῦ Τάγματος τοῦ Ἰησοῦ μοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ἑξῆς σκέψι του:
     -Αὐτὰ ποὺ μοῦ λέτε, ἀναγνωρίζω ὅτι εἶναι λογικώτατα καὶ ξάστερα καὶ ἀληθινά. Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ Ἰησουΐτες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς τρεῖς συνηθισμένες ὑποσχέσεις, δίνουμε καὶ μιὰ τέταρτη, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κουρᾶς μας. Ἡ τέταρτη αὐτὴ ὑπόσχεσις εἶναι πιὸ οὐσιώδης ἀπὸ τὴν ὑπόσχεσι τῆς ἁγνότητος, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἀκτημοσύνης. Εἶναι ἡ ὑπόσχεσις ὅτι θὰ ὑποτασσόμαστε ἀπόλυτα στὸν Πάπα. Ἔτσι, προτιμῶ νὰ πάω στὴν κόλασι μαζὶ μὲ τὸν Πάπα, παρὰ στὸν Παράδεισο μ' ὅλες σας τὶς ἀλήθειες.  

 

«Ἐδῶ καὶ λίγους αἰῶνες θὰ σᾶς ἔκαιαν στὴν πυρὰ τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως»  

     Κατὰ τὴ γνώμη τῶν περισσοτέρων ἀπ' αὐτοὺς ἤμουν ἕνας αἱρετικός. Ἰδοὺ τί μοῦ ἔγραφε ἕνας ἐπίσκοπος: «Ἐδῶ καὶ λίγους αἰῶνες, οἱ ἰδέες ποὺ ἔχετε θὰ ἦσαν ἀρκετὲς γιὰ νὰ σᾶς ὁδηγήσουν στὴν πυρὰ τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως».
     Εἶχα πάντως, παρ' ὅλα αὐτά, τὴ διάθεσι νὰ μείνω στὸ μοναστήρι καὶ ν' ἀφοσιωθῶ στὴν καθαρῶς πνευματικὴ ζωή, ἀφήνοντας στὴν ἱεραρχία τὴν εὐθύνη τῆς πλάνης της καὶ τὴν ὑποχρέωσι διορθώσεώς της. Ἀλλὰ τὰ ἐνδιαφέροντα τῆς ψυχῆς μου θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι ἀσφαλῆ σ' ἕνα δρόμο ὑπερφυσικῆς ζωῆς, ὅπου ἡ αὐθαιρεσία τοῦ Πάπα θὰ μποροῦσε νὰ σωρρεύσῃ καινούργια δόγματα καὶ ψευδεῖς διδασκαλίες σχετικὲς μὲ τὴν εὐσεβὴ ζωὴ καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας; Ἐπὶ πλέον, ἀφοῦ ἡ καθαρότης τῆς διδασκαλίας εἶχε σπιλωθεῖ μὲ τὴν κακοδοξία περὶ Πάπα, ποιὸς μὲ βεβαίωνε ὅτι ἡ κηλίδα αὐτὴ δὲν θὰ ἁπλωνόταν καὶ σὲ ἄλλες ὄψεις τῆς εὐαγγελικῆς πίστεως;
     Δὲν εἶναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο ἂν ἅγιοι ἄνθρωποι μέσα στὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἀρχίζουν νὰ σημαίνουν συναγερμὸ μὲ φράσεις σὰν τὶς ἀκόλουθες:
     «Ποιὸς ξέρει ἂν τὰ "μικρὰ μέσα σωτηρίας" ποὺ μᾶς κατακλύζουν δὲν μᾶς κάνουν νὰ ξεχάσουμε τὸν μοναδικὸ Σωτῆρα, τὸν Ιησοῦ;...».
     «Σήμερα ἡ πνευματική μας ζωὴ μᾶς παρουσιάζεται σὰν ἕνα πολύκλαδο καὶ πολύφυλλο δένδρο, ὅπου οἱ ψυχὲς δὲν ξέρουν πλέον ποῦ εἶναι ὁ κορμὸς ποὺ στηρίζει τὸ πᾶν καὶ ποῦ εἶναι οἱ ρίζες ποὺ τὸ τροφοδοτοῦν».
     « Μὲ τέτοιο τρόπο στολίσαμε καὶ παραφορτώσαμε τὴ θρησκευτικότητά μας, ὥστε ἡ μορφὴ Ἐκείνου ὁ Ὁποῖος εἶναι τὸ «ἕν οὖν ἔστι χρεία» χάθηκε μέσα στὰ στολίδια».
     Πεπεισμένος, λοιπόν, ὅτι καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ μέσα στοὺς κόλπους τῆς παπικῆς Ἐκκλησίας θὰ μὲ ἔθετε σὲ κινδύνους, κατέληξα νὰ κάμω τὸ ἀποφασιστικὸ βῆμα. Ἐγκατέλειψα τὸ μοναστήρι καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐδήλωσα ὅτι δὲν ἀνῆκα πλέον στὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία. Μερικοὶ ἄλλοι εἶχαν φανεῖ διατεθειμένοι μέχρι τότε νὰ μὲ ἀκολουθήσουν, ἀλλὰ τὴν τελευταία στιγμὴ κανένας δὲν δείχθηκε ἀποφασισμένος νὰ θυσιάσῃ τόσο ριζικὰ τὴ θέση του μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψι ποὺ ἀπολάβαινε.
     Ἔτσι ἐγκατέλειψα τὴν Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὁ ἀρχηγός, ξεχνώντας ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» καὶ ὅτι «ἐκεῖνος ποὺ καλεῖται στὴν ἐπισκοπὴ δὲν καλεῖται σὲ καμμιὰ ἀρχὴ καὶ ἐξουσία, ἀλλὰ στὴ διακονία ὅλης τῆς Ἐκκλησίας», μιμούμενος ἐκεῖνον ποὺ «ποθώντας μέσα στὴν ὑπερηφάνειά του νὰ εἶναι σὰν θεός, ἔχασε τὴν ἀληθινὴ δόξα γιὰ νὰ ντυθῇ ψεύτικη», «ἐκάθισεν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς θεός». Πολὺ σωστὰ ἔγραφε στὸν Πάπα ὁ Βερνάρδος ντὲ Κλαραβάλ: «Κανένα φρικτότερο δηλητήριο γιὰ σένα, κανένα σπαθὶ πιὸ ἐπικίνδυνο, ἀπὸ τὴ δίψα καὶ τὸ πάθος τῆς κυριαρχίας». Βγαίνοντας ἀπὸ τὸν Παπισμό, ὑπάκουσα στὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μου, ποὺ ἦταν ἡ ἴδια ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ μοῦ ἔλεγε: «Ἔξελθε ἐξ αὐτῆς..., ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς, καὶ ἵνα ἐκ τῶν πληγῶν αὐτῆς μὴ λάβῃς». Πῶς, μετὰ τὴν ἔξοδό μου αὐτή, ἔπεσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, στὸ φῶς τῆς ἀπόλυτης καὶ ἄσπιλης Ἀλήθειας, αὐτὸ θὰ τὸ διηγηθῶ σὲ ἄλλη εὐκαιρία.   

Β'  

      Ὅσο ἡ ἀπομάκρυνσίς μου ἀπὸ τὸν Παπισμὸ γινόταν εὐρύτερα γνωστὴ στοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους καὶ εὕρισκε ἐνθουσιώδη ἀπήχησι στοὺς κόλπους τῶν ἰσπανῶν καὶ γάλλων προτεσταντῶν, τόσο ἡ θέσις μου ἀπέβαινε πιὸ λεπτή.
     Στὴν ἀλληλογραφία ποὺ ἔπαιρνα ἀφθονοῦσαν τὰ ἀπειλητικὰ καὶ τὰ ἀνώνυμα ὑβριστικὰ γράμματα. Μὲ κατηγοροῦσαν ὅτι δημιουργοῦσα ἕνα ἀντιπαπικὸ ρεῦμα γύρω μου καὶ ὅτι ὡδηγοῦσα μὲ τὸ παράδειγμά μου πρὸς τὴν «ἀποστασία» ρωμαιοκαθολικοὺς κληρικοὺς «ἀσθενεῖς δογματικά», ποὺ εἶχαν ἐκφράσει σχεδὸν δημοσία ἕνα αἴσθημα συμπαθείας γιὰ τὴν περίπτωσί μου.
     Τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ ἔκαμε νὰ φύγω ἀπὸ τὴ Βαρκελώνη καὶ νὰ μεταβῶ στὴ Μαδρίτη, ὅπου μὲ φιλοξένησαν - χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξω ὁ ἴδιος - οἱ ἀγγλικανοὶ καὶ μέσῳ αὐτῶν ἦλθα σὲ σχέσεις μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν.
     Οὔτε ὅμως καὶ ἐκεῖ κατώρθωσα νὰ περάσω ἀπαρατήρητος. Ὕστερα ἀπὸ κάθε κήρυγμά μου σὲ διαφόρους ναοὺς τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας, ἕνας ἀριθμός, κάθε φορὰ μεγαλύτερος, τῶν ἀκροατῶν μου ἐξεδήλωνε τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ γνωρίσῃ καὶ νὰ συζητήσῃ ἐμπιστευτικὰ μαζί μου πάνω στὸ ἐκκλησιολογικὸ θέμα.
     Χωρίς, λοιπόν, νὰ τὸ ἐπιζητήσω, ἄρχισε νὰ σχηματίζεται γύρω μου ἕνας ὁλοένα καὶ πιὸ πολυάριθμος κύκλος προσώπων, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦσαν ἀντιπαπικοί. Αὐτὸ μ' ἐξέθετε ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, διότι στὶς ἐμπιστευτικὲς αὐτὲς ἐπισκέψεις ποὺ δεχόμουν, ἄρχισαν νὰ παρουσιάζονται καὶ μερικοὶ ρωμαιοκαθολικοὶ κληρικοί, ποὺ ἦσαν γενικῶς γνωστοὶ «γιὰ τὴν ἐλλιπὴ καὶ χωλαίνουσα πίστι τους σχετικὰ μὲ τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο τοῦ Ἄκρου Ἀρχιερέως τῆς Ρώμης».
     Τὴ φανατικὴ μνησικακία ποὺ ἔτρεφαν ἤδη πρὸς τὸ πρόσωπό μου λίγοι παπικοὶ τὴν εἶδα νὰ ὁλοκληρώνεται καὶ νὰ παίρνῃ τὴν ἀποκορύφωσή της τὴν ἡμέρα ποὺ ἀπάντησα δημοσία σὲ μία ἐμπεριστατωμένη ἐκκλησιολογικὴ πραγματεία, ποὺ μοῦ εἶχαν στείλει ὡς ὕστατο διάβημα γιὰ νὰ μὲ βγάλουν ἀπὸ τὴν «παγίδα τῆς αἱρέσεως», ὅπου εἶχα πέσει. Τὸ ἔργο ἐκεῖνο, ἀπολογητικοῦ χαρακτῆρος, εἶχε τὸν ἐκφραστικὸ τίτλο: «Ὁ Πάπας, ἀντιπρόσωπος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐπὶ τῆς γῆς» καὶ τὸ σύνθημα στὸ ὁποῖο κατέληγαν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ βιβλίου ἦταν τὸ ἑξῆς: «Χάρις στὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ εἶναι σήμερα οἱ μόνοι χριστιανοὶ ποὺ μποροῦν νὰ εἶναι βέβαιοι γιὰ ὅ,τι πιστεύουν». Ἀπὸ τὶς στῆλες μιᾶς πορτογαλλικῆς ἐπιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τοὺς ἀπάντησα: «Ἡ πραγματικότης εἶναι ὅτι ἐξ αἰτίας τοῦ ἀλαθήτου εἶστε οἱ μόνοι χριστιανοὶ ποὺ δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε σήμερα βέβαιοι γιὰ ὅ,τι θὰ σᾶς ἐπιβάλουν νὰ πιστεύετε αὔριο». Τὸ ἄρθρο μου τελείωνε μὲ τὴν ἑξῆς φράσι: «Λίγο ἀκόμη, στὸν δρόμο ποὺ βαδίζετε, καὶ θὰ ἀποκαλέσετε τὸν Κύριό μας ἀντιπρόσωπο τοῦ Πάπα στὸν οὐρανό».
     Λίγο ἀργότερα ἐξέδωσα στὸ Μπουένος Ἄϊρες μία τρίπτυχη μελέτη μου, μὲ τὴν ὁποία ἔλαβαν πέρας οἱ διαξιφισμοί μου μὲ τοὺς παπικούς. Στὴ μελέτη ἐκείνη εἶχα συλλέξει ὅλα τὰ ἐδάφια ἀπὸ τὴν πατερικὴ γραμματεία τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα στὰ λεγόμενα «χωρία περὶ πρωτείων» τῶν εὐαγγελίων (Ματθ. ιστ' 18-19, Ιω. κα' 15-17, Λουκ. κβ' 31-32). Ἀπεδείκνυα ὅτι ἡ περὶ Πάπα διδασκαλία εἶναι ἀπολύτως ξένη καὶ ἀντίθετη πρὸς τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίνουν οἱ πατέρες σ' αὐτὰ τὰ κείμενα. Καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν πατέρων εἶναι ἀκριβῶς ὁ κανόνας πάνω στὸν ὁποῖον ἐννοοῦμε τὴν Ἁγία Γραφή.
     Ἐκείνη τὴν περίοδο, ἂν καὶ ἀπὸ αἰτίες ἄσχετες τελείως μὲ τὰ γεγονότα, συνέβηκε νὰ ἔλθω γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.
     Πρὶν προχωρήσω σὲ ἐξιστόρησι τῶν γεγονότων, ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ἐδῶ ὅτι οἱ ἰδέες μου γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶχαν ὑποστεῖ μία ἀξιοσημείωτη ἐξέλιξι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς μου ὀδυσσείας. Ὡρισμένες συζητήσεις ποὺ εἶχα κάνει σὲ θέματα ἐκκλησιολογικὰ μὲ ἕναν ὅμιλο πολωνῶν ὀρθοδόξων, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὴν πατρίδα μου, καὶ οἱ πληροφορίες ποὺ ἔπαιρνα ἀπὸ τὰ ἔντυπα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξι καὶ τὴ ζωὴ τῶν ὀρθοδόξων κύκλων τῆς Δύσεως, μοῦ εἶχαν προκαλέσει τὸ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον. Επὶ πλέον ἄρχισα νὰ παίρνω διάφορα βιβλία καὶ περιοδικὰ ρώσων καὶ ἑλλήνων ἀπὸ τὸ Λονδῖνο καὶ τὸ Βερολῖνο, καθὼς καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ πολύτιμα βιβλία, ποὺ ἐκδίδει στὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Ἔτσι ἡ συμπάθειά μου γιὰ τὴν  Ὀρθοδοξία μεγάλωνε.
     Σιγά-σιγά, κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, χάνονταν ἀπὸ μέσα μου οἱ προκαταλήψεις ἀπέναντι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. οἱ προκαταλήψεις αὐτὲς παρουσιάζουν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς σχισματική, χωρὶς πνευματικὴ ζωή, καὶ ἀποξηραμένη ὁμάδα μικρῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ δὲν ἔχουν τὰ χαρακτηριστικά τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ σχῖσμα ποὺ τὴν ἀπέκοψε «εἶχε πατέρα τὸν διάβολο καὶ μητέρα τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ πατριάρχου Φωτίου».
     Ἔτσι, ὅταν ἄνοιξα ἀλληλογραφία μὲ ἕνα σεβαστὸ μέλος τῆς ὀρθοδόξου ἱεραρχίας στὴ Δύσι - ποὺ τὸ ὄνομά του δὲν νομίζω ὅτι εἶμαι ἐξουσιοδοτημένος νὰ δημοσιεύσω χάρι στὸ προσωπικό μου κριτήριο ποὺ ὀφειλόταν στὶς γενετικὲς ἐκεῖνες πληροφορίες, ἤμουν πλέον ἀπολύτως ελεύθερος ἀπὸ κάθε προκατάληψι σχετικὰ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μποροῦσα ἀντικειμενικὰ νὰ τὴν ἀτενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα καὶ μάλιστα μὲ εὐχάριστη ἔκπληξι ὅτι συνέπιπτε ἀπολύτως ἡ ἀρνητικὴ θέσις ποὺ εἶχα πάρει ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ μὲ τὴν ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ σεβαστὸς ἱεράρχης στὰ γράμματά του παραδέχθηκε αὐτὴ τὴ σύμπτωσι, ἀλλά δὲν ἀφέθηκε νὰ ἐκφρασθῇ πλατύτερα, διότι ἔλαβε ὑπ' ὄψιν του ὅτι διέμενα σὲ περιβάλλον προτεσταντικό. Οἱ ὀρθόδοξοι στὴ Δύσι δὲν εἶναι καθόλου ἐπιρρεπεῖς στὸν προσηλυτισμό. Μονάχα ὅταν ἡ ἀλληλογραφία μας προχώρησε ἀρκετά, ὁ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος μοῦ ὑπέδειξε νὰ μελετήσω τὸ ὑπέροχο βιβλίο τοῦ Σεργίου Βουλγακὼφ «Ἡ Ὀρθοδοξία» καὶ τὴν ὄχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία ὑπὸ τὸν ἴδιο τίτλο τοῦ μητροπολίτου Σεραφείμ. Στὸ μεταξὺ εἶχα γράψει σχετικὰ καὶ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
     Σ' αὐτὰ τὰ βιβλία βρῆκα τὸν ἑαυτό μου. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε μία παράγραφος ποὺ νὰ μὴν εὕρισκε ἀπόλυτα σύμφωνη τὴ συνείδησί μου. Τόσο σ' αὐτὰ τὰ ἔργα ὅσο καὶ σὲ ἄλλα ποὺ μοῦ στέλλονταν συνοδευόμενα ἀπὸ ἐνθαρρυντικὲς ἐπιστολὲς - τώρα πλέον καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα - ἔβλεπα καθαρὰ πόσο ἡ ὀρθόδοξος διδασκαλία ἦταν βαθειὰ καὶ ἁγνὰ εὐαγγελικὴ καὶ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι οἱ μόνοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ πιστεύουν ὅπως πίστευαν οἱ χριστιανοὶ τῶν κατακομβῶν καὶ τοῦ χρυσοῦ αἰῶνος τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ μόνοι ποὺ μποροῦν νὰ ἐπαναλαμβάνουν μὲ ἱερὴ καύχησι τὸν πατερικὸ λόγο: «Πιστεύουμε σὲ ὅ,τι παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους».
     Ἐκείνη τὴν περίοδο ἔγραψα δύο βιβλία, τὸ ἕνα μὲ τὸν τίτλο «Ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς δυτικοὺς πατέρες» καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὸν τίτλο « Ὁ Θεός σας, ὁ Θεός μας καὶ ὁ Θεός». Τὰ βιβλία αὐτὰ ἐπρόκειτο νὰ κυκλοφορήσουν στὴ Νότιο Ἀμερική, ἀλλὰ δὲν πραγματοποίησα τὴν ἔκδοσί τους γιὰ νὰ μὴ δώσω εὔκολη καὶ ἐπικίνδυνη λαβὴ στὴν προτεσταντικὴ προπαγάνδα. Ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξο πλευρὰ μὲ συμβούλεψαν νὰ ἐγκαταλείψω τὴν ἁπλῶς ἀρνητικὴ ἀπέναντι τοῦ Παπισμοῦ θέσι μου, μέσα στὴν ὁποία εἶχα λασπώσει, καὶ νὰ διαμορφώσω τὸ προσωπικό μου «πιστεύω», ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσαν νὰ κρίνουν σὲ τί ἀπόστασι βρισκόμουν ἀπὸ τὴν Ἀγγλικανικὴ Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο. Ἦταν μία δύσκολη ἐργασία, ποὺ τὴ συνόψισα στὶς ἑξῆς φράσεις: «Πιστεύω σὲ ὅλα ὅσα περιέχονται στὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, δηλαδὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἦσαν πράγματι οἰκουμενικὲς καὶ τῆς ὁμοφώνου διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ ἀναγνωρίζονται καθολικὰ ὡς τέτοιοι». Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄρχισα νὰ καταλαβαίνω ὅτι ἡ συμπάθεια τῶν προτεσταντῶν ἀπέναντί μου κρύωνε, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀγγλικανοὺς ποὺ διέπονται ἀπὸ κάποιο οὐσιώδη συντηρητισμό. Καὶ μονάχα τώρα τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ὀρθοδόξων, ἂν καὶ ἀργά, πάντα, ἄρχισε νὰ ἐκδηλώνεται καὶ νὰ μὲ φέρῃ κοντὰ στὴν ὀρθοδοξία ὡς ἕνα «πιθανὸ κατηχούμενο».
     Τὰ ἐπιχειρήματα ἑνὸς πολωνοῦ πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ, ποὺ γνώρισα τότε, μοῦ στερέωσαν τὴν πεποίθησι ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι στηριγμένη στὶς οὐσιώδεις ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ.
     Κατάλαβα ὅτι κάθε χριστιανὸς ἄλλης ὁμολογίας εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ θυσιάσῃ κάποιο σημαντικὸ τμῆμα τῆς πίστεώς του γιὰ νὰ φθάσῃ στὴν πλήρη δογματικὴ καθαρότητα καὶ ὅτι μονάχα ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς δὲν ἔχει τέτοια ὑποχρέωσι. Διότι αὐτὸς μονάχα ζεῖ καὶ παραμένει στὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὴν ἀποκεκαλυμμένη καὶ ἀναλλοίωτη ἀλήθεια. 
     Ἔτσι δὲν αἰσθανόμουν πλέον τὸν ἑαυτό μου μόνον ἀπέναντι τοῦ παντοδυνάμου Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ τῆς ψυχρότητος ποὺ μοῦ ἔδειχναν οἱ Διαμαρτυρόμενοι. Ὑπῆρχαν στὴν Ἀνατολὴ καὶ διάσπαρτοι σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη 280 ἑκατομμύρια χριστιανοὶ ποὺ ἀπήρτιζαν τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ μὲ τοὺς ὁποίους αἰσθανόμουν ὅτι βρίσκομαι σὲ κοινωνία πίστεως. Ἡ κατηγορία περὶ θεολογικῆς μομιοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶχε γιὰ μένα καμμία ἀξία, διότι εἶχα ἐννοήσει τώρα ὅτι αὐτὴ ἡ παγία καὶ σταθερὴ ἐμμονὴ τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας στὴν ἀλήθεια δὲν ἦταν πνευματικὸ πέτρωμα, ἀλλὰ ἀείζωη ροή, ὅπως τὸ ρεῦμα τοῦ καταρράχτη, ποὺ φαίνεται ὅτι μένει πάντα τὸ ἴδιο ἐνῶ τὰ νερὰ του διαρκῶς ἀλλάζουν.
     Σιγά - σιγὰ οἱ ὀρθόδοξοι ἄρχισαν νὰ μὲ θεωροῦν ὡς δικό τους. «Τὸ νὰ μιλᾶμε σ' αὐτὸν τὸν ἰσπανὸ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία - ἔγραφε ἕνας ὀνομαστὸς ἀρχιμανδρίτης - δὲν εἶναι προσηλυτισμός». Καὶ ἐκεῖνοι κι΄ ἐγὼ εἴχαμε ἀντιληφθεῖ, ὅτι βρισκόμουν ἤδη πλησίστιος στὸ λιμάνι τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅτι ἀνέπνεα πλέον στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας. Στὸ διάστημα αὐτὸ ἤμουν πλέον ὀρθόδοξος χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζω καί, ὅπως οἱ μαθηταὶ ποὺ βάδιζαν πρὸς Ἐμμαοὺς πλάι στὸν Θεῖο Διδάσκαλο, εἶχα διανύσει μιὰ πορεία πλάι στὴν Ὀρθοδοξία χωρὶς νὰ ἀναγνωρίσω ὁριστικὰ τὴν Ἀλήθεια παρὰ στὸ τέλος.
     Ὅταν πείσθηκα γιὰ τὴν πραγματικότητα αὐτή, ἔγραψα μιὰ μακρὰ ἔκθεσι τῆς περιπτώσεώς μου στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ στὴν Α.Μ. τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν μέσῳ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Καὶ μὴν ἔχοντας πλέον νὰ κάμω τίποτε στὴν Ἰσπανία - ὅπου σήμερα δὲν ὑφίσταται ὀρθόδοξος παροικία - ἐγκατέλειψα τὴν πατρίδα μου καὶ πῆγα στὴν Γαλλία, ὅπου ζήτησα νὰ γίνω μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ προηγουμένως ἄφησα νὰ περάσῃ λίγος καιρὸς ἀκόμη ὥσπου νὰ ὡριμάσῃ ὁλότελα ὁ καρπὸς τῆς μεταστροφῆς μου. Κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο ἐνεβάθυνα περισσότερο στὴ γνώσι τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ δυνάμωσα τὶς σχέσεις μου μὲ τὴν ἱεραρχία της. Ὅταν βεβαιώθηκα πλήρως γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἔκαμα τὸ ἀποφασιστικὸ βῆμα καὶ ἔγινα δεκτὸς ἐπισήμως στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς μέλος της. Προτίμησα νὰ πραγματοποιηθῇ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονὸς στὴν Ἑλλάδα, τὴν κατ' ἐξοχὴν χώρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἦλθα γιὰ νὰ σπουδάσω Θεολογία. Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν μὲ δέχθηκε πατρικά. Ἡ ἀγάπη του καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του ξεπέρασαν τοὺς πόθους μου. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ πῶ καὶ γιὰ τὸν τότε πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς καὶ τώρα ἐπίσκοπο Ρωγῶν κ. Διονύσιο, ποὺ μοῦ ἔδειξε πατρικὴ ἀγάπη. Περιττὸ νὰ προσθέτω ὅτι μέσα σὲ τέτοια ἀτμόσφαιρα ἀγάπης καὶ στοργῆς ἡ Ἱερὰ Σύνοδος δὲν ἄργησε ν' ἀποφασίσῃ τὴν κανονικὴ ἀποδοχή μου στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κατὰ τὴν κατανυκτικὴ ἐκείνη ἱερὰ τελετὴ τιμήθηκα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καὶ ἀκολούθως ἔγινα δεκτὸς ὡς μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης. Λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκα διάκονος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο Ρωγῶν.
          Ἀπὸ τότε ζῶ μέσα στὴν ἀγάπη, τὴ συμπάθεια καὶ τὴν κατανόησι τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλων τῶν μελῶν της. Ζητῶ ὅλων τὶς προσευχὲς καὶ τὴν πνευματικὴ συμπαράστασι γιὰ νὰ σταθῶ πάντα ἄξιος τῆς Χάριτος, ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο.  

Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ" Τεῦχος 1, Ἰανουάριος - Μάρτιος 2006

ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ

Τὸ ἄρθρο αὐτὸ τοῦ τότε ἱεροδιακόνου π. Παύλου Μπάλλεστερ - Κονβαλιὲρ δημοσιεύθηκε σὲ δύο συνέχειες στὸ περιοδικὸ «Κιβωτός», Ἰούλιος 1953, σελ. 285 - 291 καὶ Δεκέμβριος 1953, σελ. 483 - 485. Ὁ μεταστραφεὶς στὴν Ὀρθοδοξία πρώην Φραγκισκανὸς μοναχὸς προήχθη σὲ τιτουλάριο ἐπίσκοπο Ναζιανζοῦ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς μὲ ἕδρα τὸ Μεξικό. Ἐκεῖ εἶχε μαρτυρικὸ τέλος ὁ ὁμολογητὴς αὐτὸς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Τὴν εἴδηση τῆς δολοφονίας του ἀνέγραψε στὴν πρώτη σελίδα ἡ ἐφημερὶς «Καθημερινὴ» (Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 1984) διὰ τῶν ἑξῆς : «ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Ὅπως ἔγινε γνωστὸ ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Μεξικοῦ πέθανε προχθὲς ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Παῦλος Ντὶ Μπάλλεστερ τῆς ἑλληνικῆς ἀρχιεπισκοπῆς Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς. Ὁ θάνατος προῆλθε ἀπὸ δολοφονικὴ ἐνέργεια ἀτόμου ἡλικίας 70 ἐτῶν, Μεξικανοῦ πρώην στρατιωτικοῦ καὶ πάσχοντος ἀπὸ ψυχασθένεια. Στὴν κηδεία τοῦ ἐπισκόπου πῆγε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος καὶ ἐξῆρε τὸ ἔργο τοῦ δραστήριου ἐπισκόπου. Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος εἶναι ἰσπανικῆς καταγωγῆς, ἀσπάσθηκε ἐνήλικος τὴν ὀρθοδοξία καὶ διέπρεψε ὡς ποιμένας καὶ συγγραφέας. Οἱ ἀρχὲς τοῦ Μεξικοῦ δὲν ἀποκλείουν τὸ ἐνδεχόμενο ὁ δράστης νὰ κατέχεται ἀπὸ ἰδιάζουσα θρησκομανία».


  


active³ 5.0 · IPS κατασκευή ιστοσελίδων · Όροι χρήσης