ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ
ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
ΤΗΣ Ζ’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
(16-10-2011)
Ἀγαπητοί μου ἀκροατές, συμπολίτες μας Κυθήριοι, Ἀντικυθήριοι καὶ ὅσοι ἄλλοι μᾶς ἀκοῦτε ἀπ’ τοὺς Ραδιοφωνικοὺς Σταθμοὺς τῶν Κυθήρων, καὶ μέσῳ τοῦ διαδικτύου, μὲ τὴ σύνδεσί σας μὲ τὴν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυθήρων καὶ Ἀντικυθήρων
Χαίρετε
Ἡ 4η Κυριακὴ τῶν Εὐαγγελικῶν περικοπῶν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ σήμερα, ἢ ἡ Κυριακὴ τοῦ σπορέως, ὅπως ὀνομάζεται, καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν ἱερὴ χορεία τῶν Ἀγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 787 μ.Χ. κατὰ τῆς φοβερῆς αἱρέσεως τῶν εἰκονομάχων.
Ἀκόμη, ἐπιτελεῖ μαζὶ καὶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Λογγίνου τοῦ ἑκατοντάρχου, ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε κρεμάμενον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὸν Δίκαιον καὶ ἀναμάρτητον Θεάνθρωπον Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὰ γενόμενα κατὰ τὴν ὥραν τῆς σταυρώσεώς Του (δηλ. τὸν σεισμὸ καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἐπικράτησε σ’ ὅλη τὴ γῆ) ἀνεφώνησε μὲ μεγάλη φωνὴ καὶ ὡμολόγησε λέγων· «ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν Οὖτος», καθὼς καὶ τὴν ἱερὴ μνήμη τῶν δύο στρατιωτῶν μαρτύρων, ποὺ ἐμαρτύρησαν μαζί του.
Οἱ τιμώμενοι σήμερα Ἅγιοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ,κατὰ τὸν Λόγον τοῦ Κυρίου μας, ὅπως καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, «τὸ ἅλας τῆς γῆς» τὸ «φῶς τοῦ κόσμου», κατὰ χάριν, καὶ «ἡ πόλις ἡ ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε’ 13-14), ἡ ὁποία λόγῳ τῆς φυσικῆς τῆς τοποθεσίας δὲν ἠμπορεῖ νὰ κρυφθῇ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ μεγάλος νηπτικὸς Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ Μυστικὸς Θεολόγος τῆς, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, ποὺ πρὶν λίγες ἡμέρες γιορτάσαμε τὴν ἱερή του μνήμη, ὁ χριστοφόρος αὐτὸς καὶ πνευματέμφορος Μοναστὴς τοῦ 11ου αἰῶνος, ἀναφερόμενος εἰς τὰ Ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια τῆς ἁγίας ζωῆς τῶν ὄντως πνευματικῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι καὶ τὰ γνήσια γνωρίσματα τῆς ἐνθέου ζωῆς τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων, δηλ. εἰς τὸ πῶς ἠμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ κάποιος ὅτι περιφέρει μέσα του, «ἐν ἑαυτῷ», τὸν Χριστὸν καὶ ἔχει γίνει μέτοχος Πνεύματος Ἁγίου καὶ ὅτι δὲν λαμβάνεται «ἀγνώστως καὶ ἀναισθήτως» τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ θεῖον τοῦτο δῶρον, λέγει τὰ ἀκόλουθα ἐμπνευσμένα λόγια, τὰ ὁποῖα ἀποδίδουμε στὴν ἁπλῆ γλῶσσα:
«Ὅτι δὲν φθάνει μόνο γιὰ μᾶς καὶ τὴν σωτηρία μας τὸ βάπτισμα, ἀλλ’ ὅτι καὶ τῆς σάρκας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας καὶ τοῦ τιμίου αἵματός Του εἶναι πολὺ οἰκεία καὶ ἀναγκαία γιὰ μᾶς ἡ μετάληψις, ἄκουσε τὰ ἑξῆς θεῖα λόγια: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Καὶ τὸ ὅτι γι’ αὐτὰ ὁμιλεῖ, ἄκουε τὸν Κύριο ποὺ λέγει τὰ ἑξῆς: «Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγῲ ἐν αὐτῷ».
»Διότι, ἀφοῦ ἔχει γίνει αὐτὸ καὶ ἀφοῦ βαπτισθήκαμε πνευματικὰ μὲ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ ἔχουμε γίνει παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐσκήνωσε σωματικὰ μέσα μας ὡς φῶς, μὲ τὴν Θεία Μετάληψι τοῦ ἀχράντου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου Αἵματός Του, εἴδαμε μὲ τὰ πενυματικά μας μάτια τὴν δόξαν Του, δόξαν ὡς Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γιατί, ἀφοῦ γεννηθήκαμε ἀπὸ αὐτόν, λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, καὶ ἀναγεννηθήκαμε πνευματικὰ καὶ Ἐκεῖνος ἐσκήνωσε σωματικὰ μέσα μας καὶ ἐμεῖς κατοικήσαμε ἐνσυνείδητα μέσα σ’ Αὐτόν, τότε εὐθὺς ἀμέσως ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα εἴδαμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας τὴν δόξα τῆς Θεότητός Του, δόξαν ὡς Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Πατέρα, δηλ. τέτοια δόξα ποὺ κανεὶς ἄλλος, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος ἔχει. Ἐπειδὴ ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς Πατέρας, ἕνας καὶ ὁ Υἱὸς αὐτοῦ ὁ μονογενής, μία εἶναι ἡ θεία δόξα καὶ τῶν δύο (τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ), ἡ ὁποία δόξα γνωρίζεται καὶ ἀποκαλύπτεται σὲ ὅλους ὅσους θέλει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα.
»Λοιπὸν ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς, ἀδελφοί μου –λέγει ὁ ἅγιος Συμεών-, ἀφοῦ ἐγκύψῃ μὲ τὴν διάνοιά του στὴ δύναμι αὐτῶν τῶν θείων λόγων, ἂς ἰδῆ καθαρὰ τὸν ἑαυτόν του. Ἐὰν πῆρε μέσα του τὸν Θεὸν Λόγον ποὺ ἐνανθρώπησε, ἂν ἔγινε παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἔχει γεννηθῆ ὄχι μόνο βιολογικά, ὡς φυσιολογικὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ἂν ἔχει ἀναγεννηθῆ πνευματικὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν ἐγνώρισε ἀληθινὰ τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ποὺ σαρκώθηκε καὶ ἐσκήνωσε μέσα του καὶ ἂν εἶδε τὴν θεία δόξα Του, δόξα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τότε ἔγινε χριστιανὸς καὶ εἶδε ἀναγεννημένο πνευματικὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἐγνώρισε τὸν πατέρα ποὺ τὸν ἐγέννησε, ὄχι μόνο μὲ τὸν λόγο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἔργο τῆς χάριτος καὶ τῆς θείας ἀλήθειας.
»Ἂς ἐπιμείνωμε, ἀδελφοὶ -προσθέτει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, σ’ αὐτὸν τὸν πνευματικὸ καθρέπτη τῆς θείας ἀληθείας καὶ ἂς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν βλαβερὴ καὶ αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ δοξασία ἐκείνων ποὺ λέγουν ὅτι τώρα δὲν ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν ὕπαρξι ἡμῶν τῶν πιστῶν ἡ δόξα τῆς Θεότητος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ ταὴ δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διότι ἡ θεία αὐτὴ δωρεὰ γίνεται μὲ τὴν ἀποκάλυψι τῆς θείας δόξης καὶ ἡ ἀποκάλυψις ἐνεργεῖται μὲ τὴν θεία δωρεά.
»Οὔτε, λοιπόν, παίρνει κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, χωρὶς νὰ τὸ ἰδῆ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, οὔτε βλέπει καμμία θεία ἀποκάλυψι, παρὰ μόνο ὅταν μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα φωτισθῇ, καὶ οὔτε κἂν ἠμπορεῖ νὰ λέγεται πιστός, ἂν δὲν λάβῃ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ».
Καιρός, ὅμως, φίλοι μου ἀκροατές, μετὰ τὰ ὅσα θεολογικὰ μηνύματα ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν νέο Θεολόγο γιὰ τὴν ἀληθινὴ κοινωνία μας μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστὸ καὶ τὴν μετοχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ κάνωμε ἕνα μουσικὸ διάλειμμα καὶ ἀμέσως θὰ συνεχίσωμε τὴν ἐκπομπή μας.
- Συνεχίζουμε, ἀγαπητοί μου ἀκροατές, τὴν ἑβδομαδιαία ἐκπομπή μας «Τὸ Μήνυμα τῆς Κυριακῆς», ποὺ ἐκπέμπεται ἀπ' τοὺς Ραδιοφωνικοὺς σταθμοὺς τῶν Κυθήρων, καὶ μέσῳ τοῦ διαδικτύου, ἀπὸ τὸ εὐλογημένο νησὶ τῆς Μυρτιδιώτισσας.
Μιλήσαμε μέχρι τώρα, μὲ ἀφορμὴ τὴν σχετικὴ διδασκαλία τοῦ μεγάλου νηπτικοῦ Πατρὸς καὶ Μυστικοῦ Θεολόγου Ἁγίου Συμεών, γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ κάποιος ἐμπειρικὰ νὰ γνωρίσῃ ὅτι εἶναι χριστοφόρος καὶ ἔχει γίνει μέτοχος καὶ κοινωνὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴπαμε, ἀκόμη, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ποὺ γιορτάζουμε σήμερα, ἦταν ὄντως χριστοφόροι καὶ πνευματέμφοροι λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐγαλουχήθησαν καὶ ἀνετράφησαν πνευματικὰ μέσα εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἐποτίσθησαν μὲ τὸ λογικὸ καὶ ἄδολο γάλα τῆς πίστεως. Ἐτράφησαν καὶ ἔζησαν μὲ τὸν Εὐαγγελικό, Ἀποστολικὸ καὶ Πατερικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, καθὼς προσφέρεται καὶ ἀναπτύσσεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ Πατερικὰ συγγράμματα. Μετελάμβαναν ἀπὸ τὴν Θεία Τροφὴ τοῦ Ἁγίου Σώματος καὶ τοῦ Τιμίου Αἵματος τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, φυλάσσοντες ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὴν ὀρθὴν πίστιν καὶ τὴν ἐν γένει ὀρθόδοξον παράδοσιν καὶ ἔχοντες «βίον καθαρὸν ἐν μετανοίᾳ κτισθέντα» (δηλ. καθαρὴ καὶ εὐλογημένη ζωή, ποὺ κτίσθηκε πάνω στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀρετή).
Ὄντως οἱ ἅγιοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἐλάτρευαν «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» τὸν Πανάγιον Θεόν μας, εἶχαν διὰ τῶν ἁγίων Μυστηρίων, καὶ μάλιστα μὲ τὸ ἁγιώτατο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας - Θείας Λειτουργίας, τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν «κατοικοῦντα καὶ μένοντα» μέσα τους. Ἦταν τὰ ζωντανὰ καὶ ὀργανικὰ μέλη τοῦ ἁγίου Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός. Τὸ δὲ Πανάγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο φωτίζει, στηρίζει καὶ ἁγιάζει τὶς ψυχές μας ἦταν τὸ μόνιμο καὶ ἀναφαίρετο θεῖο δῶρο καὶ κτῆμα τους.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἦσαν ἄνθρωποι βαθειᾶς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ζωντανῆς καὶ θερμουργοῦ πίστεως. Γι' αὐτὸ καὶ ἦσαν οἱ «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ. δ', 15). Δὲν ἐθυσίαζαν ποτὲ τὴν σῴζουσαν ἀλήθειαν τοῦ Χριστοῦ χάριν τῆς ἐπιπολαίως νοουμένης ἀγάπης, ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἦταν μαζὶ βαθειὰ ριζωμένες στὴν ψυχή τους.
Ἐβίωναν καὶ ὁμολογοῦσαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ γνήσιο πνεῦμα τῆς θείας ἀγάπης, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἀγάπης. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἔφθασαν στὸ ὑπὲρ φύσιν καὶ στὴ θέωσι, στὴν κατάστασι τῶν θεουμένων καὶ «τῶν ἐν θεωρίᾳ διαβεβηκότων». Ἁγίασαν καὶ χαριτώθηκαν, ἀφοῦ πέρασαν ἀπὸ τὰ στάδια τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ, βιώνοντας ἀληθινὰ καὶ θεοδίδακτα τὸ μέγα Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ θεοφώτιστοι Ὅροι καὶ τὰ ὄντως θεόπνευστα δόγματα, ὡς καὶ ἡ ἐν γένει Ὀρθόδοξος διδασκαλία τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ Πνευματοχάρακτοι Θεῖοι καὶ Ἱεροὶ Κανόνες της εἶναι ἀπαρασάλευτοι καὶ αἰωνίου κύρους καὶ διαχρονικῆς ἰσχύος, ἀφοῦ εἶναι καρποὶ καὶ Ἁγιοπνευματικὰ ἀποστάγματα τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καὶ τῶν κεκυρωμένων ὑπ΄αὐτῶν ἁγίων Τοπικῶν Συνόδων καὶ ἀποτελοῦν τὸ Ἱερὸν Πηδάλιον καὶ τὴν ἀλάθητη πυξίδα γιὰ τὴν συνέχισι τῆς ἀσφαλοῦς καὶ ἀκινδύνου πλοηγήσεως τοῦ νοητοῦ Πλοίου τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ παγιωμένες αἱρετικὲς διδασκαλίες, ἡ κακοδοξία καὶ ἡ πλάνη, τὸ σχίσμα καὶ τὰ παρεπόμενα μιᾶς συνειδητὰ ἀποστασιοποιημένης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πορείας, ἀποκόπτουν τοὺς ποικιλώνυμους αἱρετικοὺς καὶ σχισματικοὺς ἀπὸ τὴν Μία καὶ μόνη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὴν Κιβωτὸ τῆς σωτηρίας καὶ τὴν Οἰκονόμο τῶν Θείων Μυστηρίων τῆς Χάριτος τοῦ Θείου Λυτρωτοῦ.
Ἡ μὴ συνειδητοποίησις τοῦ τοιούτου πνευματικοῦ ἐκτροχιασμοῦ καὶ τῆς περιπλανήσεως εἰς τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως, ἡ μὴ ἀπάρνησις καὶ ἀπόπτυσις τοῦ θανατηφόρου δηλητηρίου αὐτῆς καὶ ἡ ἔμμονη προσκόλλησις σ΄αὐτὴ τὴν ἐκτρωματικὴ κατάστασι, ὁμολογουμένως δὲν θεραπεύονται χωρὶς ἀληθινὴ μετάνοια, συντριπτικὴ ταπείνωσι καὶ κυρίως χωρὶς τὸν θεῖο φωτισμό, τὸ ἄπειρον ἔλεος καὶ τὴν σῴζουσα Χάρι τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι΄αὐτὸ ἡ μὲν αἵρεσις, ἡ κακοδοξία, ἡ πλάνη καὶ ἡ ἀπόσχισις ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία εἶναι βδελυκτές, ὀλέθριες καὶ θανατηφόρες, οἱ αἱρετικοί, ὅμως, οἱ κακόδοξοι καὶ οἱ πεπλανημένοι εἶναι συμπαθεῖς ὡς ἄνθρωποι γιὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ταλαιπωρία τους· καὶ πολὺ περισσότερο, ὅταν τὸ ἀντιλαμβάνονται αὐτό, ὅταν ἀνησυχοῦν καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἀπαγκιστρωθοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεσι.
Σ’ αὐτό, ὅμως, δὲν βοηθάει, ὄχι ἡ ὑγιὴς καὶ ὀρθόδοξη οἰκουμενικὴ κίνησις, ἀλλὰ ἡ κακῶς νοουμένη καὶ ὑποκινουμένη οἰκουμενιστικὴ κίνησις.
Δυστυχῶς καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀναδύονται μέσα ἀπὸ τὸν θεολογικὸ χῶρο ὡρισμένοι ἡρακλεῖς τῆς οἰκουμενιστικῆς κινήσεως, οἱ ὁποῖοι βιάζονται νὰ φθάσουν στὸ τέρμα καὶ τὸ πανανθρωπίνως ποθούμενο ἀγαθὸ «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», μὲ τὴν συμπροσευχὴ καὶ κοινωνία μετὰ τῶν κανονικῶς ἀκοινωνήτων ἑτεροδόξων καὶ σχισματικῶν, ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης, χωρὶς προηγουμένως νὰ ἐξομαλυνθοῦν πλήρως καὶ νὰ διευθετηθοῦν μὲ γνώμονα τὴν ὀρθόδοξη πίστι καὶ παράδοσι οἱ βασικὲς καὶ λοιπὲς δογματικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς διαφορές. Δὲν εἴμεθα κατὰ τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων, ὅταν γίνωνται μὲ θεοφιλεῖς ὅρους καὶ σωστὲς προϋποθέσεις, ὅταν ἐργάζωνται διὰ τὸ «μὴ μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἃ οἱ Πατέρες ἔθεντο», χωρὶς σπουδὴ καὶ βεβιασμένες κινήσεις, ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ καὶ την εὐθυγράμμισι πρὸς τὴν σῴζουσα ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ἐπικαλοῦνται τὴν θεωρία περὶ ὑπάρξεως «Ἐκκλησίας ἔξω τῆς Ἐκκλησίας», τὴν συμπροσευχὴ καὶ συλλειτουργία Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων στὸ ἀπώτερο παρελθόν, ἐπὶ φραγκοκρατίας, σὲ δυσχείμερους καὶ παρηκμασμένους γιὰ τὴν σκλαβωμένη ὀρθόδοξη πατρίδα μας καιροὺς, στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων, ἐπιδιώκουν τὴν ἀναστολὴ τῆς ἰσχύος τῶν ἀπαγορευτικῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας κανόνων μὲ τοὺς ἑτερόδοξους, ὁμιλοῦν διὰ τὴν ἐξέλιξι τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀναθεώρησι καὶ τὴν δημιουργία νέων ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καὶ στιγματίζουν τὴν προσκόλλησι τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν στὴν «νοσηρή», κατ΄ αὐτοὺς, καὶ μὴ «ὀρθόδοξη» παράδοσι στὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς καὶ κοινωνίας μετὰ τῶν ἑτερόδοξων κ.λπ.
Πιστεύω ὅτι στὰ θέματα αὐτὰ θὰ δοθοῦν σύντομα οἱ δέουσες θεολογικὲς καὶ κανονικὲς ἀπαντήσεις ἀπὸ τὸ εὐτυχῶς ὑπάρχον δυναμικὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Στὰ σύντομα ὅρια τοῦ Κυριακάτικου αὐτοῦ μηνύματος θὰ ἤθελα νὰ τονίσω μὲ ἐπίτασι καὶ μὲ ὅλη τὴν δύναμι τῆς καρδιᾶς μου ὅτι Ἐκκλησία ἔξω τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει. Ὁ Θεῖος Δομήτωρ ἵδρυσε τὴν συγκεκριμένη Ἐκκλησία Του, «τὴν μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», ἀλλ' οὖσαν «ἁγίαν καὶ ἄμωμον», τῆς ὁποίας «καὶ πῦλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν».
Ἀσφαλῶς ὁ Θεῖος Λυτρωτής μας ἔχει τὸ δικαίωμα καὶ τὴν δύναμι νὰ σώσῃ καὶ ἀνθρώπους εὑρισκομένους ἐν ἀγνοίᾳ καὶ πλάνῃ ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ καλοπροαίρετους καὶ ἀγαθοὺς (προφανῶς ὄχι καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐνσυνείδητα, ἀπροκάλυπτα καὶ ἀμετανόητα ἀνήκουν σὲ αἱρέσεις, σχίσματα καὶ κακοδοξίες, ἐκτὸς καὶ ἐὰν κάποτε εἰλικρινῶς μετανοήσουν). Ὅμως, μὴ πλανώμεθα ἀδελφοί. Ἐὰν Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἐνσυνείδητα ἀναζητοῦν ἐξω τῆς Ἐκκλησίας τὸν Ζῶντα Θεόν, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωή, νοθεύουν καὶ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη πίστι καὶ παράδοσι καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν σωτηρία τους, τότε ἐδῶ ἰσχύει τὸ «extra Ecclesia nulla salus» (ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν ὑπάρχει σωτηρία). Ἡ Ὀρθόδοξη δογματικὴ διδασκαλία εἶναι ἀναλλοίωτη καὶ οἱ Θεῖοι καὶ Ἱεροὶ Κανόνες δὲν πρέπει ποτὲ νὰ παραβιάζωνται. Ἄλλωστε, οἱ ἴδιοι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες μόνοι τους προβλέπουν ἐνίοτε κάποια ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία καὶ ἐπιείκεια. Ἂς παύσουν ἐπὶ τέλους νὰ προκαλοῦν τὸ αἴσθημα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ οἱ «εὐαγγελιστὲς» τῆς ἄνευ (τῶν θεολογικῶν-δογματικῶν) ὅρων καὶ (τῶν κανονικῶν) προϋποθέσεων ἑνώσεως τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας.
Νὰ κάνωμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ἕνα ἀκόμη μουσικὸ διάλειμμα, φίλοι μου ἀκροατές, καὶ ἀμέσως θὰ συνεχίσωμε τὴν ἐκπομπή μας.
Ἀγαπητοί μου ἀκροατές, συμπολίτες μας Κυθήριοι, Ἀντικυθήριοι καὶ ὅσοι ἄλλοι μᾶς ἀκοῦτε ἀπ' τοὺς Ραδιοφωνικοὺς σταθμοὺς τῶν Κυθήρων, καὶ μέσῳ τοῦ διαδικτύου, συνεχίζουμε τὴν καθιερωμένη ἐκπομπή μας «Τὸ μήνυμα τῆς Κυριακῆς» ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Μυρτιδιώτισσας.
Μιλήσαμε μέχρι στιγμῆς, ἐξ ἀφορμῆς τῆς σημερινῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, διὰ τὸ ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου, ἦσαν Χριστοφόροι καὶ Πνευματέμφοροι , δοχεῖα τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεῖα ὄργανα τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Εἴπαμε, ἀκόμη , ὅτι οἱ Θεῖοι Πατέρες μας ἦσαν ζωντανὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐβίωναν τὸν Χριστὸ καὶ τὴ ζωὴ τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ξεπέρασαν τὸ κατὰ φύσιν καὶ ἔφθασαν στὸ ὑπὲρ φύσιν, ὑπῆρξαν οἱ θεματοφύλακες τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ παραδόσεως , οἱ ἀμύντορες κατὰ τῶν κακοδοξιῶν καὶ τῶν αἱρέσεων, τὸ καύχημα καὶ τὸ σέμνωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναφερθήκαμε καὶ στὴ στάσι τῶν Ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, τῶν περιπλανημένων καὶ ἑτεροδόξων καὶ τὴν παρατηρούμενη σύγχυσι εἰς τὸ βασικὸ αὐτὸ θέμα.
Στὴ συνέχεια ἀπὸ τὸ Ρωσικὸ Γεροντικὸ θὰ διαβάσωμε γιὰ τὴν θαυμάσια ζωὴ καὶ πολιτεία ὡρισμένων Ἁγίων Πατέρων τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὰ περισπούδαστα κατορθώματα τῆς ὁλόθερμης πίστεώς των.
«Ὁ Θεὸς ζοῦσε μέσα τους»
Ἕνας συγγραφέας, μὴ ὀρθόδοξος μὲ θαυμασμὸ ἐγκωμιάζει τὴ βαθειὰ πνευματικότητα τῶν ρώσων Γερόντων (στάρτσι). Γράφει:
«Οἱ Γέροντες αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ ζήτησαν, θέλησαν καὶ ἀγάπησαν τὴ σιωπή, εἶναι ἄνθρωποι ποὺ ζήτησαν μόνο τὸν Θεό, ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀποσύρθηκαν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ κρύφτηκαν μακρυὰ ἀπὸ τὴν μεταβαλλόμενη σκηνὴ τῶν γηΐνων γεγονότων. Εἶναι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων ὁ βίος εἶναι μιὰ συνεχὴς αὐταπάρνηση, μιὰ προοδευτικὴ κάθοδος μέσα στὴν ταπείνωση, στὴν ἀφάνεια. Εἶναι ἄνθρωποι, ποὺ καθημερινῶς διερωτώνταν, τὶ τοὺς ἀπομένει ἀκόμα νὰ δώσουν, «μεθυσμένοι» πνευματικά, μέσα στὴ φτώχεια, τὴν ἔσχατη ἀπάρνηση, τὴ μόνωση, καὶ τοῦτο γιατὶ ἦταν οἱ «μεθυσμένοι» τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ζοῦσε μέσα τους καὶ ἡ παρουσία Του ἐκμηδένιζε κάθε τί, ποὺ ἦταν μεταβαλλόμενο καὶ ἀνθρώπινο.
Ὡστόσο, γνωρίζουμε κάτι ἀπὸ τὸ βίο τους, γιατὶ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶχε μεταμορφώσει μὲ τὴ δύναμή Του, τοὺς ἔστελνε πάλι στὸν κόσμο, ὡς μάρτυρες τῆς θείας ζωῆς, τοὺς ἔθετε ὡς ζωντανὰ πρότυπα στοὺς ἀδελφούς τους χριστιανοὺς. Τὸ φῶς, ποὺ τοὺς εἶχε ἀπορροφήσει καὶ μεταμορφώσει, ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ τοὺς Γέροντες αὐτοὺς τελείως φυσικά, χωρὶς ἡ ἠχὼ τοῦ κόσμου νὰ μπορέση νὰ ταράξη τὴ μόνωσή τους ἢ νὰ κυριεύση καὶ βεβηλώση τὴ σιωπή τους».
(Ντίβο Μπαρσόττι : Ρωσικὸς χριστιανισμὸς σ.37-38)
Ἡ δύναμη τῆς «εὐλογίας»
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Κιέβου στοὺς εὐσεβεῖς ἐπισκέπτες, ποὺ ἔρχονταν γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια, μαζὶ μὲ τὴ θεία διδασκαλία παρέθετε καὶ τράπεζα μὲ ψωμί, κρασὶ καὶ φαγητὰ τοῦ μοναστηριοῦ. Ἀρκετὲς φορὲς μάλιστα γινόταν αὐτὸ καὶ στὸν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, ποὺ κάποτε, ἐνῶ ἔτρωγε, χαριεντιζόμενος εἶπε στὸν ὅσιο :
-Στὸ σπίτι μου, πάτερ, ὑπάρχουν σὲ ἀφθονία ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου. Καὶ ὅμως ποτὲ δὲν ἔχουν τὰ φαγητὰ τὴ νοστιμάδα ποὺ βρίσκω στὰ δικά σας. Οἱ ὑπηρέτες μου ἑτοιμάζουν ποικίλα καὶ πολυδάπανα ἐδέσματα, ἀλλὰ δὲν φθάνουν τὰ δικά σας. Γιὰ ἐξήγησέ μου, σὲ παρακαλῶ, ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχία σας αὐτή;
-Ἄρχοντά μου, ἀφοῦ ζητᾶς νὰ μάθης τὴν αἰτία, θὰ σοῦ τὴν ἀποκαλύψω. Ἐδῶ στὸ μοναστήρι μας, πρὶν ἀρχίσουν οἱ ἀδελφοὶ τὸ μαγείρεμα, τηροῦν τὸν ἑξῆς κανονισμό: Ὁ προϊστάμενος τοῦ μαγειρείου ἔρχεται καὶ παίρνει τὴν εὐλογία μου. Ἔπειτα γονατίζει τρεῖς φορὲς στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μ’ ἕνα κερὶ παίρνει φωτιὰ ἀπὸ τὸ καντήλι τοῦ ἱεροῦ γιὰ ν’ ἀνάψη μ' αὐτὴ τὴν ἑστία τοῦ μαγειρείου ἢ τὸ φοῦρνο. Ὁ βοηθὸς πρὶν βάλη τὸ νερὸ στὸ καζάνι, ζητᾶ τὴν εὐλογία τοῦ προϊσταμένου του. «Εὐλόγησον, πάτερ», τοῦ λέει. «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογῆ, ἀδελφέ», τοῦ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. Γιὰ νὰ μὴ στὰ πολυλογῶ, ὅλα γίνονται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, γι’ αὐτὸ εἶναι τόσο νόστιμα τὰ φαγητά μας. Οἱ δικοί σου ὅμως ὑπηρέτες, ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω, κάνουν τὴν ὑπηρεσία τους φιλονικώντας καὶ γογγύζοντας καὶ συκοφαντώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Συχνὰ μάλιστα δέχονται χτυπήματα ἀπὸ τοὺς ἐπόπτες. Σ’ αὐτὸ ὀφείλεται τὸ ὅτι δὲν βρίσκεις νόστιμα τὰ φαγητά σας.
-Ἀλήθεια, πάτερ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, ὅπως τὰ λές, ἀπάντησε ὁ Ἰζιασλάβος.
(Πατερικὸν τῶν Σπηλαίων σ.47)
Οἱ ἀρετὲς τοῦ Γέροντος Παϊσίου
Οἱ μοναχοὶ τῆς Μονῆς τῆς Μολδαυΐας, γεμᾶτοι θαυμασμὸ γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωὴ τοῦ Ἡγουμένου καὶ πνευματικοῦ τους πατέρα Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, σκιαγραφοῦν τὴν προσωπικότητά του :
«Σ' αὐτὸν (τὸν Παΐσιο), ὁ ὑποστατικὸς Λόγος, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἐνοίκησαν, σὰν σὲ καθαρὸ καὶ πάναγνο δοχεῖο. Γι’ αὐτὸ κι ἀπὸ τὰ χείλη του ἔτρεχε ἡ θεία διδασκαλία σὰν μελίρρυτη πηγή, ποὺ φώτιζε τὶς ψυχὲς καὶ ἐκδίωκε τὰ πονηρὰ πάθη.
Διέθετε θεία γνώση, μὲ τὴν ὁποία ἀντιλαμβανόταν ὀρθά, ὑπεράσπιζε σθεναρὰ καὶ φύλαγε ἀλώβητα, ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, τὰ δόγματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Εἶχε σταθερότητα καί, σὲ κάθε θλίψη ἢ πειρασμό, παρέμενε ἀκλόνητος στὴν πίστη, στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ἐλπίδα του στὴ Θεία Πρόνοια. Εἶχε μιὰ φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο ἀπὸ τὴ νεότητά του, ἡ ὁποία προοδευτικὰ δυνάμωνε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ ξεχυνόταν γιὰ ν’ ἀγκαλιάση ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν κοντά του. Τοὺς ζέσταινε ὅλους μὲ τὴν ἀγάπη του, ἐνδιαφερόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὸν καθένα, συμπαθοῦσε ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἰδιαίτερα τὰ πνευματικά του τέκνα. Ἦταν πάντα εἰρηνικὸς μὲ ὅλους. Ποτέ του δὲν λύπησε ἢ περιφρόνησε κανένα, ἀκόμα κι ἂν κάποιος τὸν εἶχε προσβάλει. Τὸ ἴδιο δίδασκε καὶ σὲ μᾶς.
Ἡ ὑπομονή του εἶχε συνυφανθῆ μὲ τὴν πραότητα. Ποτὲ στὸ πρόσωπό του δὲν διαγραφόταν θυμὸς ἢ ὀργή. Ἐπιτιμοῦσε μὲ πραότητα, τιμωροῦσε καὶ καθοδηγοῦσε μὲ ἀγάπη, καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἁμάρταναν ἔδειχνε εὐσπλαγχνία καὶ ὑπομονή. Εἶχε μιὰ παιδικὴ ἁπλότητα κι ἀνεξικακία. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ τὴν γνώριζε μόνο ὁ Θεός. Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν νεότητά του μέχρις αἵματος στὰ πάθη καὶ περιφρονοῦσε ὅλα τὰ ἐγκόσμια.
Ὁ στάρετς ἦταν προικισμένος μὲ πολλὰ φυσικὰ χαρίσματα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν λευκὸ καὶ φωτεινό, σὰν πρόσωπο ἀγγέλου. Ἡ ματιά του ἦταν ἤρεμη, ὁ λόγος του ταπεινὸς καὶ ἁπλός. Ἡ ἀλαζονεία καὶ ὁ κομπασμὸς τοῦ ἦταν ἄγνωστα. Τοὺς προσείλκυε ὅλους μὲ τὴν ἀγάπη του, ὅπως ὁ μαγνήτης προσελκύει τὰ μέταλλα. Ἦταν ὅλος καλωσύνη καὶ εὐσπλαγχνία. Μέρα καὶ νύχτα ἐρευνοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ Πατερικὰ κείμενα. Καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιά του ἔγινε πηγὴ ὕδατος ζῶντος, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ἀπ’ τὴν ὁποία ἔπινε ὁ ἴδιος καὶ πρόσφερε πλούσια καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸ γύρευαν.
Τὸ νὰ μιλάη κανεὶς γι’ αὐτὸν εἶναι σὰν νὰ δοξολογῆ τὸν Θεό, ποὺ σ’ αὐτοὺς τοὺς δίσεχτους καιροὺς ἀποκάλυψε ἕνα πραγματικὰ φιλόθεο ἄνθρωπο καὶ ἀπλανῆ διδάσκαλο τῆς μοναχικῆς κοινοβιακῆς ζωῆς». (Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ, Μετ.Π. Μπότση, σ.217-220).
(Σόλωνος Νινίκα, Ρωσικὸ Γεροντικό, σελ. 48-49, 51-53 καὶ 66-67).
Ἀγαπητοί μου ἀκροατές,
Ἔπειτα ἀπὸ ὅσα ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Συμεὼν τὸν νέο Θεολόγο γιὰ τὸ ὅτι οἱ πιστοὶ χριστιανοί ,καὶ μάλιστα οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι Χριστοφόροι καὶ Πνευματέμφοροι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὕστερα ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν γιὰ τὴν ἀξιοθαύμαστη ζωὴ καὶ πολιτεία, τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας καὶ μετὰ τὰ τόσο ὡραῖα καὶ διδακτικὰ παραδείγματα τῶν νεωτέρων Ρώσων ἁγίων πατέρων, γιὰ τὰ ὁποῖα μιλήσαμε προηγουμένως, τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς εἶναι νὰ ἀγωνιζόμαστε τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας καὶ τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς «δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν» καὶ νὰ στεκόμαστε σταθεροὶ στὴν ἱερὴ παράδοσι τῆς Ὀρθόδοξης πίστεώς μας.
Χαίρετε ἀγαπητοί μου ἀκροατές.