Τρίτη, 19 Μαρ, 2024
Χρύσανθου και Δαρείας μαρτύρων, Κλαυδίου, Ιλαρίας, Ιάσονος, Μάυρου και Παγχαρίου μαρτ.
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Τ.Θ. 1602
Τ.Κ. 51006 Θεσσαλονίκη
Τηλ.: 2310 286247
Fax.: 2310 276590

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: ΓΕΝΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ - ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ



ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: ΓΕΝΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ - ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: ΓΕΝΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ - ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ

 (Πορίσματα)

 

       Στὴν Θεσσαλονίκη συνῆλθε καὶ διεξήγαγε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία τὶς ἐργασίες του τὸ «Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο» μὲ θέμα «Οἰκουμενισμός: Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις». Τὸ συνέδριο συνδιοργάνωσαν τὸ Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ ἡ Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν. Οἱ ἐργασίες διεξήχθησαν ἀπὸ 20 μέχρι 24 Σεπτεμβρίου 2004 στὴν Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
       Τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν ἐκήρυξε ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος. Παρέστησαν καὶ ἐχαιρὲτησαν τὸ Συνέδριο μητροπολῖτες, ὁ νομάρχης Θεσσαλονίκης κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης, βουλευτὲς καὶ πανεπιστημιακοὶ καθηγητές.
       Ἐνώπιον πολυπληθοῦς ἀκροατηρίου, ποὺ ἀπετελεῖτο ἀπὸ καθηγουμένους ἱερῶν μονῶν, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, μεταξύ τῶν ὁποίων
σαν πολλοὶ θεολόγοι, καθηγηταὶ τῶν δύο Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ φοιτηταὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἐπὶ πέντε ἡμέρες, ἑξήντα (60) ἐκλεκτοὶ εἰσηγηταί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἐπίσκοποι, ἀπὸ πολλὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀνέλυσαν τὸ φαινόμενο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ κάθε πλευρά.
       Μὲ βάση τὶς πολλὲς εἰσηγήσεις καὶ τὶς διεξαχθεῖσες ἐνδιαφέρουσες συζητήσεις οἱ σύνεδροι προέβησαν στὶς ἀκόλουθες ἐκτιμήσεις καὶ προτάσεις:

 

Α. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

       1. Ὁ Οἰκουμενισμὸς κατασκεύασμα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ἀποκρύπτει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἀληθὴ Ἐκκλησία.
      
       Ὁ Οἰκουμενισμὸς ξεκίνησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος στοὺς κόλπους τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὡς προσπάθεια νὰ ἐπανεύρει τὴν ἑνότητά του ὁ διηρημένος σὲ πάμπολλες ὁμάδες καὶ παραφυάδες προτεσταντικὸς κόσμος. Δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν οἰκουμενικότητα καὶ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διασώζεται μὲ πληρότητα, γεωγραφικὴ καὶ ἐκκλησιολογική, στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ νὰ πιστεύει «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη».  Ἡ ὕπαρ­ξη αἱρέσεων καὶ σχισμάτων δὲν ἀναιρεῖ οὔτε τὴν ἑνότητα οὔτε τὴν οἰκουμενικότητα καὶ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι μία καὶ καθολική. Οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα, ὅπως εἶναι οἱ «καθολικὲς» καὶ προτεσταντικὲς «ἐκκλησίες» τῆς Δύσεως καὶ οἱ ἀντιχαλκηδόνιες τῆς Ἀνατολῆς, δὲν εἶναι οἱ νόμιμες καὶ αὐθεντικὲς τοπικὲς ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν. ἐπανευρίσκουν τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα, καθίστανται ἀληθεῖς ἐκκλησίες, ὅταν ἐνσωματωθοῦν στὴν πίστη καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία. εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία. Ἐπομένως τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὡς φορέας, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι σήμερα, τοῦ Προτεσταντικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι ὑπὸ ἀληθὴ ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια «Παγκόσμιο Συμβούλιο αἱρέσεων καὶ σχισμάτων».
       Ἀπὸ τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξῆλθε στὶς ἀρχὲς τῆς δεύτερης χιλιετίας μὲ τὸ σχῖσμα τοῦ 1054 μ.Χ. ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν υἱοθέτηση αἱρέσεων, ὅπως αὐτὲς τοῦ filioque καὶ τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, παρέσυρε στὴν αἵρεση καὶ στὴν πλάνη τὴν μέχρι τότε ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία ἀνέδειξε πολλοὺς ἁγίους, μάρτυρας καὶ ὁμολογητάς.  Ἀποκομμένη άπὸ τὴν μία καὶ ἀληθὴ Ἐκκλησία ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, αἰχμάλωτη τοῦ Σχολαστικισμοῦ καὶ τῶν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων τῶν παπῶν, ὄχι μόνον δὲν κατόρθωσε νὰ κρατήσει σὲ ἑνότητα τὸν δυτικὸ Χριστιανισμό, ἀλλὰ ἔγινε πηγὴ νέων αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὅπως τῆς προτεσταντικῆς Μεταρρυθμίσεως τοῦ 16ου αἱῶνος στὶς ποικίλες μορφές της, τοῦ Ἀγγλικανισμοῦ καὶ τοῦ Παλαιοκαθολικισμοῦ. Ἀλλοίωσε τὸν θεανθρώπινο χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀνθρώπινο καθίδρυμα κατεξουσιάσεως τῶν πιστῶν καὶ ὁδήγησε σὲ ἀποχριστιάνιση καὶ ἀποεκκλησιοποίηση τῆς Εὐρώπης. Εἰσηγητὲς καὶ σύνεδροι ἀποδέχθηκαν τὸν προσφυέστατο ὁρισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ ὅσιος Γέροντας π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο: «Ὁ Οίκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὐρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»1.
       Οἱ ἑνωτικὲς προσπάθειες μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν διάρκεια πέντε αἰώνων, ἀπὸ τὸ σχῖσμα μέχρι τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως ἀπὸ τοὺς Τοὺρκους τὸ 1453, μὲ ἀντίστοιχους θεολογικοὺς διαλόγους, ἀπέτυχαν, διότι δὲν συνοδεύονταν ἀπό ἀληθὴ μετάνοια, προθυμία ἀποκηρύξεως τῆς πλάνης καὶ ἐπιστροφῆς στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Οἰκονομίες καὶ ὑποχωρήσεις σὲ θέματα πίστεως γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνώσεως ἀποκρούσθη­καν πάντοτε ἀπὸ τὴν ἀγρυπνούσα καὶ φυλάττουσα συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Παρὰ τὴν προφανὴ ἐγκόσμια σκοπιμότητα καὶ πολιτικὴ χειραγώγηση δὲν κατέληξαν πάντως αὐτές οἱ προσπάθειες σὲ δογματικὸ μινιμαλισμό, σὲ συγκρητιστικὴ ἰσοπέδωση καὶ σὲ κοσμικὴ ἀγαπολογία, ὅπως οἱ οἰκουμενιστικοὶ διάλογοι  τοῦ 20ου αἰῶνος. Ἐπεκράτησε ἡ ἀποστολικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ ἀρχὴ ὅτι «οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως».
       Αὐτὸ ποὺ δὲν κατορθώθηκε ἐπὶ αἰῶνες μὲ τὸν Παπισμὸ ἐπιχειρεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνος μὲ τὸν προτεσταντικὸ Οίκουμενισμό, τὸν ὁποῖον ἐνίσχυσε καὶ ὁ παπικὸς Οἰκουμενισμὸς μετὰ τὴν Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1963-1965). Ἀμφότεροι, Παπισμὸς καὶ Προτεσταντισμός, χάνουν διαρκῶς τὸ κῦρος τους σὲ Ἀμερική, Εὐρώπη καὶ ἀπανταχοῦ τῆς γῆς. Μὲ τὸν Οἰκουμενισμὸ προσπαθοῦν νὰ καλυφθοῦν, νὰ ἀποκρύψουν τὴν ἀλλοτρίωση καὶ ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὴν μόνη καὶ ἀληθὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, νὰ κατοχυρώσουν τὴν μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση τῶν αἰώνων, ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει, ὅτι ἐξέλι­πε ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες διασώζουν στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος, ὥστε νὰ μὴν προβληματίζονται οἱ πιστοὶ τους καὶ ἀναζητοῦν τὴν ἀληθὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν σωτηρία τους.

 

2. Οἱ προβαλλόμενοι λόγοι τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι ἀληθεῖς καὶ ἔχουν διαψευσθεῖ.

       Δυστυχῶς στὴν παναίρεση αὐτὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὶς βαρύτατες σωτηριολογικὲς ἐπιπτώσεις, ἀναμίχθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ κάκιστες πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Μὲ τὶς γνωστὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1920 καὶ 1952 εἰσῆλθε στὴν οἰκουμενιστικὴ διαδικασία, ἀναλαμβάνοντας μάλιστα ἡγετικὸ ρόλο σ' αὐτήν. Ἡ παλαιὰ ἀποστολικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ στάση του ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων ἀλλάζει ριζικὰ ἀπὸ τὸ 1902 μὲ τὴν ἐπίδραση τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς συγκυραιας. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ μάλιστα τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρου μέχρι σήμερα κατέστη καὶ ἐπίσημη στάση τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὁποία παρέσυρε ὁλίγον κατ' ὁλίγον καὶ τὶς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες στὴν πλειονότητά τους ἀντιμετώπισαν στὴν ἀρχὴ καὶ μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 20ου αἰῶνος μὲ πολὺ δισταγμὸ καὶ ἐπιφυλάξεις τὶς σχετικὲς πρωτοβουλίες. Στὸ Συνέδριο διαπιστώθηκε ἀπὸ τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὶς συζητήσεις ὅτι τὰ κίνητρα τῆς συμμετοχῆς τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν στὴν Οίκουμενικὴ Κίνηση, δὲν ἦσαν πνευματικά, ἀλλὰ πολιτικά, κοινωνικά, ἐθνικά· ἡ κάθε μία ἐκκλησία ξεχωριστὰ ἐπεδίωξε μὲ τὴ συμμετοχὴ της, εἶτε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν προστασία καὶ τὴν ἐνὶσχυση εἶτε νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πανίσχυρου δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ὅπως ἔγινε καὶ στῖς παλαιὲς ἐνωτικὲς συνόδους κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν σταυροφοριῶν καὶ ὁλίγον πρὸ τῆς ἁλώσεως.
       Ἡ ἀπουσία θεολογικῶν καὶ πνευματικῶν λόγων, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας δὲν προσφέρεται στοὺς ἑτεροδόξους ὁ γνήσιος εὐαγγελικὸς λόγος καὶ ἡ σώζουσα ἀλήθεια, δὲν ὁμολογεῖται φυσικὰ ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὰς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀσφαλῶς ὑπῆρξαν καὶ σημαντικὲς θεολογικὲς προσωπικότητες μὲ ἀγαθὰ κίνητρα καὶ ὀρθόδοξη μαρτυρία στὰ πρῶτα στάδια τοῦ Οἱκουμενισμοῦ. Οἱ προβληθέντες καὶ προβαλλόμενοι θεολογικοὶ καὶ πνευματικοὶ λόγοι ὑπὲρ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στοὺς διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους καὶ στὸ ὀνομαζόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» εἶναι βασικῶς δύο: ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἡ ἀγάπη ὅμως δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ὅταν ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης δὲν συνυπάρχει μὲ τὸν διάλογο τῆς ἀληθείας καὶ δὲν ὁδηγεῖ στὴν συνάντηση καὶ ἀποδοχὴ τῆς σώζουσας ἀλήθειας, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του, εἶναι ἐπικίνδυνη παγίδα ποὺ ὁδηγεῖ σὲ συγκρητιστικὴ ἀδιαφορία καὶ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ  τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπομα­κρύνει ἀπὸ τὴν σωτηρία. Δὲν ὑπὰρχει χειρότερο κακὸ ἀπὸ τὴν στέρηση τῆς σωτηρίας, καὶ μόνον ὡς ἔργο ἀγάπης δὲν μπορεῖ  νὰ χαρακτηρισθεῖ. Εἶναι δυνατὸν νὰ στρέφεται ἡ ἀγάπη ἐναντίον τῆς ἀληθείας; Ἡ αἵρεση εἶναι ἀναλήθεια, ψεῦδος, δαιμονισμός, μῖσος καὶ παραποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀγάπη τοῦ ψεύδους. Στοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους «χρησιμοποιήθηκε» περισσῶς ἡ ἀγάπη καὶ χάθηκε ἡ ἀλήθεια, ποὺ θεωρήθηκε ὡς ἀναζητούμενη, ὡς μὴ ὑπάρχουσα σὲ καμμία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀναζητᾶ τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἔχει. Καὶ αὐτὴν πρέπει ἐν ἀγάπη νὰ δώσει στοὺς ἑτεροδόξους ποὺ τὴν στεροῦνται  ἤ τὴν ἔχουν ἀλλοιώσει. Προτιμᾶται τῆς ἀγάπης ἡ ἀλήθεια, ὅπως διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: «Εἴ που τὴν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ' ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου... τὴν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς»2. Καὶ συνιστᾶ μὲ ἔμφαση: «Μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι  παραδέχησθε»3. Ὁ Οἰκουμενισμὸς περιπίπτει σὲ φοβερὸ ἁμάρτημα, καὶ διότι ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία πολλοὶ ἑτερόδοξοι ἀγωνίσθηκαν πολὺ νὰ βροῦν, καὶ διότι προσπαθεῖ νὰ κλείσει τὴν πόρτα σὲ ὅσους τὴν ἀναζητοῦν. Κατὰ ἀλήθειαν, τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς Φαρισαίους ἔχουν ἐφαρμογὴ καὶ στοὺς οἰκουμενιστάς: «Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν»4.
       Ὡς πρὸς τὴν ἐπιδιωκόμενη μαρτυρία τῆς πίστεως, ἀκόμη καὶ ἂν ἀποτελοῦσε ἀγαθὴ προσδοκία καὶ ἐλπίδα, αὐτό ἔχει ἐκ τῶν πραγμάτων διαψευσθεῖ. Δὲν μπορεῖ πάντως νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι θὰ μαρτυρήσει καὶ θὰ κηρύξει τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἀρχίζοντας μὲ προδοσία τῆς πίστεως. Ἡ ἴδια ἡ πράξη τῆς συμμετοχῆς στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες καὶ Μονοφυσῖτες, συνιστᾶ ἄρνηση τῆς μοναδικότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐξίσωση καὶ ἐξομοίωση τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Εἶναι, ὅπως ἐλέχθη, ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Διηρωτᾶτο ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Σάμου κυρὸς Εἰρηναῖος, ἐκφράζων καὶ τὴν θέση πολλῶν ἄλλων ἀρχιερέων: «Πῶς εἶναι δυνατὸν ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς νὰ μετέχουν ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, ὅπου ἐξοβελίζεται ἡ  Ἁγία Τριὰς, οἰ δὲ μετέχοντες πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι θρυμματισμένη καὶ ὅτι κάθε αἵρεσις εἶναι τεμάχιόν της καὶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία εἶναι καὶ αὐτὴ ἕν τεμάχιον;»5. Δὲν ὑπάρχει πράγματι κανεὶς ἀνάμεσα στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος μὲ  τὴ διδασκαλία, τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα του θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμεύσει ὡς παράδειγμα, ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε τὴν ἰδιότητα μέλους καὶ τὴν περαιτέρω παραμονή μας σὲ μία παρασυναγωγὴ αἱρετικῶν, ὅπως τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», καὶ σὲ παρόμοια συμβούλια καὶ συνάξεις.
       Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ρίζα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἦταν καὶ εἶναι κακή, γι' αὐτὸ καὶ οἱ καρποί  του εἶναι κακοί: «Ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται»6. Ἔκλεισε ὁ Οἰκουμενισμὸς ἕνα σχεδὸν αἰῶνα ζωῆς, ἔδειξε σαφῶς τὴν ταυτότητά του καὶ μποροῦμε μὲ  ἀσφάλεια νὰ τὸν κρίνουμε. Ἀνησυχοῦν μάλιστα γιὰ τὴν πορεία του καὶ τὰ ἀδιέξοδα στὰ ὁποῖα ὁδήγησε ἀκόμη καὶ συνειδητοὶ ὑπέρμαχοι καὶ ὑποστηρικταί του ἀπὸ πλευρὰς Ὀρθοδόξων, καὶ προσπαθοῦν μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ ἀποτρέψουν τὴν ἤδη ἀρξαμένη καὶ τείνουσα νὰ αὐξηθεῖ ἀποχώρηση πολλῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στὸ Συνέδριο ἀπὸ πολλοὺς εἰσηγητὰς παρου­σιάσθηκε ἡ ὀλέθρια καρποφορία τῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Πρὶν παρουσιάσουμε ἐν συντομία τὰ ἀποτελέσματα τῶν θεολογικῶν διαλόγων, παραθέτουμε τὴν σημαντικὴ ἐκτίμηση εἰσηγητῶν καὶ συνέδρων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀπὸ τὴν ἐξάπλωση τοῦ οἰκουμενιστικοῦ κινήματος καὶ τὴν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» κατὰ τὰ τελευταῖα ἑξήντα χρόνια οἱ οἰκουμενισταὶ δὲν ἔχουν μεταστρέψει κανένα ἑτερόδοξο στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀντιθέτως οἱ μεταστροφὲς ἔγιναν παρὰ τὴν ἐπικρατήσασα στὸν Οἰκουμενισμὸ τάση νὰ παραμένουν ὅλοι στὶς ὁμολογίες τους, ἐν ὄψει τῆς ἀναμενομένης ἑνώσεως τῶν «ἐκκλησιῶν». Ἐπίσκοποι τῆς διασπορᾶς ἀρνήθηκαν νὰ δεχθοῦν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιστρέφοντες ἑτεροδόξους. Ποῦ λοιπὸν στηρίζεται καὶ ποῦ βρίσκεται ἡ πολυδιαφημισθείσα μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως; Ἀντίθετα, ἀντὶ νὰ μαρτυροῦμε τὴν ἀλήθεια, συμμαρτυροῦμε  τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη. Ἔχει ἐπέλθει ἀπὸ τὸν μακροχρόνιο καὶ μοναδικὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία συγχρωτισμὸ μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τέτοια ἀλλοτρίωση καὶ ἄμβλυνση τοῦ όρθοδόξου φρονήματος, ὥστε εὐχερῶς πλέον κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ὑπογράφουν κείμενα διαλόγων, ὅπου προσβάλλονται καὶ ἀθετοῦνται ἀποστολικά καὶ πατερικά δόγματα, ἡ αἵρεση παρουσιάζεται ὡς ἀλήθεια καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐμφανίζονται ὡς Ὀρθόδοξοι, τὸ βάπτισμα καὶ τὰ μυστήριά τους ἀναγνωρίζονται ὡς ἔγκυρα, γι' αὐτὸ καὶ σταδιακὰ ἀπὸ τὶς συμπροσευχὲς προχωροῦμε καὶ στὴν μυστηριακὴ κοινωνία (intercommunio).

 

3. Ὁ διάλογος μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἀνώφελος καί ἐπιζήμιος.

       Ἔτσι, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸν Παπισμό, διαπιστώθηκε ὅτι ὁ ὑπερεικοσαετὴς θεολογικὸς διάλογος ἄρχισε κατὰ πρωτοφανὴ μεθόδευση ὄχι ἀπὸ τὰ χωρίζοντα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἑνοῦντα, ὥστε οἱ μὲν πιστοὶ τῆς Ρώμης νὰ ἐφησυχάζουν καὶ νὰ μὴν ἀναζητοῦν ἀλλοῦ τὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν μεγάλες διαφορὲς καὶ ὅλοι ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία, οἱ δὲ κληρικοὶ τοῦ πάπα νὰ ἀξιοποιοῦν ἐπικοινωνιακὰ τὶς συναντήσεις μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τὶς συμπροσευχές, ὥστε νὰ προωθοῦν τὸν ἐπαίσχυντο καὶ ὕπουλο θεσμὸ τῆς Οὐνίας μεταξὺ πτωχῶν καὶ ταλαιπωρημένων ἀπὸ δυσμενεῖς πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς συγκυρίες ὀρθοδόξων λαῶν, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν φτώχεια καὶ τὴν ἀνέχεια. Ἡ Οὐνία, μολονότι εὐθύνεται γιὰ τὴν διακοπὴ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, ἐξακολουθεῖ νὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ Βατικανὸ μὲ ποικίλους τρόπους. Σημαντικὸς ἀριθμὸς εἰσηγήσεων ἀφιερώθηκε στὴν ἐξέταση τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως καὶ τῆς σημερινῆς δράσεως τῆς Οὐνίας, μὲ τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Ρώμη δὲν ἀφίσταται τῶν προσηλυτιστικῶν καὶ ἐπεκτατικῶν της βλέψεων εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ὑποκριτικὰ ὀνομάζει καὶ δέχεται ὡς «ἀδελφὴ ἐκκλησία». Τὴν ὥρα ποὺ συζητᾶ καὶ διαλέγεται, συγχρόνως ἀπλώνει ἁρπακτικὰ τὸ χέρι της σὲ ὀρθόδοξα ποίμνια καὶ ἱδρύει ἐπισκοπὲς καὶ δικαιοδοσίες γιὰ προσηλυτιστικοὺς λόγους μέσα σὲ ὀρθόδοξες δικαιοδοσίες, δὲν κρύβει δὲ καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀποκτήσει περισσότερα δικαιώματα ἐπὶ τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων τῶν Ἁγίων Τόπων. Δὲν δέχθηκε τὴν καταδίκη τῆς Οὐνίας ποὺ ὑπέγραψαν ὁμόφωνα Ὀρθόδοξοι καὶ Παπικοὶ θεολόγοι μέλη τῆς «Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας» κατὰ τὴν Στ' Συνέλευση τῆς Ὁλομελείας στὸ Freising τοῦ Μονάχου (6-15 Ἰουνίου 1990), ἀπόδειξη περὶ τοῦ πόσο σέβεται καὶ πόσο θὰ σεβασθεῖ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ ὁποιουδήποτε διαλόγου, ὅταν θίγουν τὶς ἐπιδιώξεις της. Γιὰ νὰ ἐξαφανίσει δὲ τελείως αὐτὴν τὴν καταδίκη, παρέσυρε τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ νέα συζήτηση τοῦ θέματος στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου (17-24 Ἰουνίου 1993), ὅπου ἀθωώθηκε καὶ νομιμοποιήθηκε ἡ Οὐνία μὲ τὶς ὑπογραφὲς ἀντιπροσώπων ἐννέα αὐτο­κεφάλων καὶ αὐτονόμων ἐκκλησιῶν (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Φινλανδίας), ἐνῶ δὲν ἔλαβαν μέρος ἀρνούμενες τὴν μεθόδευση ἕξι ἐκκλησίες (Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ἑλλάδος, Τσεχοσλοβακίας).
       Τὸ σημαντικώτερο ὅμως γνώρισμα τοῦ κειμένου τοῦ Balamand δὲν βρίσκεται στὴν ἀθώωση καὶ νομιμοποίηση τῆς Οὐνίας, ἀλλὰ στὶς σοβαρὲς παραχωρήσεις τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων σὲ θέματα πίστεως. Γιὰ πρώτη φορά, μὲ ἀθέτηση τῆς σταθερῆς καὶ καθαγιασμένης πατερικῆς παραδόσεως αἰώνων ἀλλὰ καὶ συγχρόνων «Δηλώσεων» καὶ «Ἀποφάνσεων», Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία· δέχονται ὅτι συναποτελεῖ μετὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας τὴν Μία Ἐκκλησία καὶ εἶναι ἀπὸ κοινοῦ μὲ αὐτὴν ὑπεύθυνη γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας στὴν πιστότητα τῆς θείας οἰκονομίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ Ὀρθόδοξοι καὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ ποιμένες πρέπει ἀμοιβαίως νὰ ἀναγνωρίζονται ὡς ἀληθεῖς ποιμένες τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει ἀμοιβαία ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καὶ τῆς ὁμολογίας τῆς ἀποστολικῆς πίστεως. Μετὰ ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Balamand, ὅπου οὐσιαστικὰ ὑπεγράφη ἕνα νέο εἶδος Οὐνίας, δικαιολογοῦνται ἀπολύτως οἱ ἐπισκέψεις τοῦ πάπα στὶς «ἀδελφές ἐκκλησίες» τῆς Ρουμανίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Γεωργίας καί τῆς Ἑλλάδος. Δικαιολογεῖται ἐπίσης ἡ ἀποδοχὴ τῆς «Βαπτισματικῆς Θεολογίας» τῆς Β' Βατικανείου Συνόδου ἀπὸ πολλοὺς Ὀρθοδόξους Θεολόγους. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὸ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρο καθ' ἑαυτό· τὸ βάπτισμα καθορίζει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἡ Ἐκκλησία τὴν ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσματος. Μὲ τὸ βάπτισμα ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ὅπου καὶ ἂν ἀνήκουν, γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἀναβαπτισμὸς τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀπαγορεύεται ἤδη στὸ κείμενο τοῦ Balamand. Ἀπὸ τὶς σχετικὲς ὅμως εἰσηγήσεις καὶ τὴν ἐπακολουθήσασα συζήτηση στὸ Συνέδριο κατοχυρώθηκε πλήρως ἡ ἄποψη ὅτι ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐνεργεῖ ἡ σώζουσα Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἐπομένως τὰ μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων εἶναι ἄκυρα καὶ ἀνυπόστατα. Κατ' ἀκρίβειαν οἱ ἐπιστρέφοντες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑτερόδοξοι πρέπει νὰ βαπτίζονται.
       Διαπιστώθηκε ἐπίσης ὅτι ἡ «Λειτουργικὴ Κίνηση», καλλιεργηθείσα ἐπὶ μακρὸν στοὺς κόλπους τοῦ Παπισμοῦ καὶ υἱοθετηθείσα ἀπὸ τὴν Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1963-1965), ἐπηρέασε ἐπίσης Ὀρθοδόξους κληρικούς καὶ θεολόγους. Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς «Λειτουργικῆς Ἀνανέωσης» ἀποβλέπει στὴν ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων ὑπὸ τὸν πάπα κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Οὐνιτῶν. Προσπαθεῖ σταδιακά, μετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο ψυχολογικῆς προετοιμασίας, νὰ ἐπιβάλει μία ἀδογματικὴ λατρεία, χωρὶς ἀναφορὲς σὲ δόγματα, αἱρέσεις καὶ ὁμολογητὰς ἁγίους, ὥστε ἡ νέα Οὐνία νὰ γίνεται δεκτὴ ἀπὸ ὅλους. Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ὁ προωθούμενος σχεδιασμὸς τῆς κάθαρσης τῶν λειτουργικῶν κειμένων.

 

4. Ἡ συμμετοχὴ στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ οἱ διάλογοι μὲ τοὺς Προτεστάντες.

       Στὸν χῶρο τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» καὶ στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους συνολικὰ μὲ τὶς Προτεσταντικὲς ὁμολογίες, Λουθηρανισμό, Ἀγγλικανισμό, Μετερρυθμισμένους, διαπιστώθηκε ὅτι  ἡ κατάσταση εἶναι ἐξ ἴσου ζοφερὴ ἢ καὶ ζοφερώτερη. Ὁ διὰ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» εὐτελισμὸς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν ὑποβιβασμὸ καὶ τὴν  ἔκπτωσή της σὲ ἕνα κομμάτι, σὲ ἕνα μέλος τῆς συνάξεως τῶν πολυπληθῶν αἱρέσεων καὶ σχισμάτων, ὄχι μόνο τῆς στέρησε ἀριθμητικά, ὡς ἀνύπαρκτης σχεδὸν στὶς διάφορες ψηφοφορίες, τὴν δυνατότητα νὰ ἔχει ἀποφασιστικὸ λόγο στὶς διάφορες συνελεύσεις, ἀλλὰ κυρίως αὐτὸς ὁ ὑποβιβασμὸς καὶ ἡ ἰσοπέδωση ἀπεθράσυναν τοὺς ἐλευθερόφρονες Προτεστάντες, ὥστε νὰ εἰσάγουν στὶς διάφορες συναντήσεις καὶ νὰ συζητοῦν θέματα τὰ ὁποῖα ἀναιροῦν τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ἴδιο τὸν Χριστιανισμό, ὅπως εἶναι τὰ θέματα τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν, τοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων καὶ διάφορες ἀνιμιστικὲς εἰδωλολατρικὲς ἐκδηλώσεις πίστεως καὶ λατρείας.
       Ὑπῆρξε τέτοια καὶ τόση ἡ ἀντίδραση γιὰ τὴν ἀποστασία αὐτὴ τῶν Προτεσταντῶν ἀπὸ τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ ζωή, ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι εἶναι μύθος καὶ φαντασία ἡ δῆθεν μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κατὰ τὴ συμμετοχή μας στοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ὥστε πολλὲς Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἔλαβαν ὁριστικὴ καὶ ἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ὅπως ἔπραξε πρώτη τὸ 1992 ἡ Μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ παλαίφατο καὶ πρεσβυγενὲς Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, καὶ ἀκολούθησαν στὴ συνέχεια ἡ Ἐκκλησία Γεωργίας καὶ ἡ Ἐκκλησία Βουλγαρίας, ἐνῶ ἦσαν ἕτοιμες νὰ ἀποχωρήσουν καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἀποφάσισε σὲ συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατὰ Μάϊο-Ἰούνιο τοῦ 1997 νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἀπόφαση ποὺ δυστυχῶς δὲν ἐφήρμοσε στὴ συνέχεια. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἐπίσης σὲ συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διχάσθηκε· ἰσοψήφισαν τὰ μέλη της κατὰ τὴν σχετικὴ συνεδρία, καὶ μόνον τὸ βάρος τῆς ψήφου τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἔσωσε τὴν ἀπόφαση τῆς παραμονῆς στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν ἀρνητικὲς συνέπειες στὸ ἐθνικὸ θέμα τῆς νήσου. Ἔντονος προβληματισμὸς ὑπῆρχε καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πρὶν ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἡγεσία, ὅπως καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, σὲ ἐπίπεδο μάλιστα ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
      Οἱ ἐνδοορθόδοξες αὐτές ἐξελίξεις ποὺ ἀποδεικνύουν καὶ θὰ ἀπεδείκνυαν ἐμφανέστερα, ἂν ὁλοκληρώνονταν, ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία παραμένει πιστὸς μάρτυρας καὶ φύλακας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς, δυστυχῶς ἀνεστάλησαν μὲ τὴν ὑποβολὴ τῆς γνώμης ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ψιθυριστὴ καὶ ἐπίβουλο τῆς σωτηρίας, ὅτι δὲν πρέπει νὰ διασπασθεῖ ἡ διορθόδοξη ένότητα καὶ πρέπει ἀπὸ κοινοῦ νὰ ἀποφασίσουν σχετικὰ ὅλες οἱ ἐκκλησίες, μολονότι εἶναι γνωστὸν ὅτι καὶ ἡ συμμετοχὴ δὲν ἀποφασίσθηκε ἀπὸ κοινοῦ, ἀλλὰ κάθε ἐκκλησία ἀποφάσισε ξεχωριστά. Ἀλλοίμονο ἂν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ ὀρθόδοξες σύνοδοι περίμεναν νὰ πάρουν κοινὲς ἀποφάσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ μὲ τοὺς φίλους τῶν αἱρετικῶν καὶ τοὺς αἱρετικὰ φρονοῦντας.
       Ἔτσι, μὲ αἴτημα τῶν ἐκκλησιῶν Σερβίας καὶ Ρωσίας, συνῆλθε ἡ «Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης» μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (29 Ἀπριλίου-2 Μαΐου 1998), ἡ ὁποία ἐπάγωσε ὅλες τὶς σχετικὲς κινήσεις μὲ ἀναγνώριση βέβαια τοῦ δικαίου τῶν ἀντιδράσεων καὶ τῶν ἀποφάσεων, ἀλλὰ μὲ ἔκκληση παραμονῆς ἐπὶ τῇ ἐλπίδι τῆς βελτιώσεως τῶν πραγμάτων. Ἀναγνωρίζεται εἰς τὸ ἀνακοινωθὲν ὅτι «μετὰ ἕνα αἰώνα ὁλόκληρον ὀρθοδόξου συμμετοχῆς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν καὶ παρουσίας ἡμίσεος αἰῶνος εἰς τὸ Π. Σ. Ἐκκλησιῶν, δὲν διαπιστοῦται ἱκανοποιητικὴ πρόοδος εἰς τὸν πολυμερὴ μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν Θεολογικὸν Διάλογον. Ἀντιθέτως τὸ χάσμα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερον λόγω τῆς αὐξήσεως ἀναλόγων τάσεων (="περιεκτικὴ" γλώσσα, χειροτονία γυναικῶν, δικαιώματα σεξουαλικῶν μειονοτήτων, θρησκευτικὸς συγκρητισμὸς) ἐν τοῖς κόλποις ὁρισμένων Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν».
       Γιὰ νὰ ἀποκτήσει καὶ θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἡ ἐσφαλμένη αὐτὴ ἀπόφαση, νὰ παράσχει έπιχειρήματα στοὺς οἰκουμενιστὰς καὶ οἰκουμενίζοντας καὶ νὰ καθησυχάσει τὶς ἀνησυχίες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συνεκλήθη στὴ Θεσσαλονίκη «Διεθνὲς Ἐπιστημονικὸ Συμπόσιο», τυπικῶς μὲν ἀπὸ τὴν Θεολογικὴ Σχολή, οὐσιαστικῶς ὅμως ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ποὺ μετεῖχε μὲ ἐκπροσώπους του, καὶ ἀπὸ οἰκουμενιστὰς καθηγητὰς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, τὸν Ἰούνιο τοῦ 2003, παρουσία καὶ τοῦ Μακαριωτάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου. Ἀποδείχθηκε ἄλλη μία φορὰ ὁ μύθος τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Στὰ πορίσματά του τὸ οἰκουμενιστικὸ αὐτὸ συμπόσιο προσβάλλει τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία μὲ τὴν θέση του γιὰ τὴν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν καὶ ἀνατρέπει τὴν κανονικὴ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς. Διαπιστώνει στὰ Πορίσματά του τὴν «ἀδυναμία τῆς ἐναντίον τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν θεολογικῆς ἐπιχειρηματολογίας τῶν Ὀρθοδόξων» καὶ ἀποφαίνεται γιὰ τὸ θέμα τῆς συμπροσευχῆς ὅτι «ἡ μόνη κοινὴ προσευχὴ ποὺ ρητὰ ἀπαγορεύεται εἶναι ἡ εὐχαρι­στιακή». Στὸ τέλος μάλιστα ὡς συμπέρασμα αὐτῶν τῶν θέσεων διαπιστώνεται ὅτι, ἀφοῦ δὲν ἔχουμε ἐπιχειρήματα στὸ θέμα τῆς χειροτονίας τῶν γυναικῶν, οἱ δὲ συμπροσευχὲς πλὴν τῆς εὐχαριστιακῆς ἐπιτρέπονται, κακῶς καὶ ἀθεολογήτως ἀπεχώρησαν μερικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Γι' αὐτὸ κάνουν ἔκκληση πρὸς τὶς ἐκκλησίες Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας νὰ ἐπιστρέψουν «στὴν εὐρεία παγκόσμια οἰκουμενικὴ οἰκογένεια». Τὸν παντελῶς ἀστήρικτο καὶ ἕωλο αὐτὸ θεολογικὸ λόγο ἀποδέχθηκε, ὡς φαίνεται, καὶ ὁ παρὼν στὶς ἐργασίες τοῦ συμποσίου ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε, μὲ ἢ χωρὶς συνοδικὴ κάλυψη, ὅτι βλέπει «νὰ  ἀπομακρύνεται ἡ περίπτωση τῆς ἀποχώρησης τῆς Ἐκκλησίας μας (=Ἐκκλησὶας τῆς Ἑλλάδος) ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε».
       Σχετικὰ μὲ τὰ δύο σημαντικὰ θέματα τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν καὶ τῆς συμπροσευχῆς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους στὶς σχετικὲς εἰσηγήσεις καὶ στὶς συζητήσεις τοῦ παρόντος «Διορθοδόξου Θεολογικοῦ Συνεδρίου» κατοχυρώθηκαν μὲ συντριπτικὴ ἐπιχειρηματολογία τὸ ἀδύνατο τῆς χειροτονίας γυναικῶν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀπαγόρευση κάθε εἴδους συμπροσευχῆς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ ὄχι μόνο τῆς εὐχαριστιακῆς. Προσευχόμεθα ὑπὲρ τῶν ἑτεροδόξων, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως μετὰ τῶν ἑτεροδόξων.

 

5.  Ὁ διάλογος μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες.

       Ἡ ἴδια εἰκόνα ὄχι μόνο τῆς παντελοῦς ἀκαρπίας ἀλλὰ καὶ τῶν σοβαρῶν παραχωρήσεων σὲ θέματα πίστεως ὑπάρχει καὶ στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς μέχρι σήμερα θεωρουμένους καὶ ὄντας Μονοφυσίτας, τώρα ὅμως ἀπὸ «ἀγάπη» χαρακτηριζομένους ὡς «Ἀντιχαλκηδονίους», «Προχαλκηδονίους», «Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες», τελικῶς δὲ καὶ Ὀρθοδόξους. Στὸ Συνέδριο διαπιστώθηκε ὅτι ὁ διεξαχθεὶς διάλογος δὲν ἀπέφερε κανένα θετικὸ ἀποτέλεσμα. Οἱ τρεῖς «Δηλώσεις» Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων εἶναι κείμενα ἀπαράδεκτα ὀρθοδόξως. Σοβαρώτατα ὀλισθήματα ἐπίσης εἶναι ἡ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ποὺ ἀποφασίσθηκε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ἡ μερικὴ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας τῶν μυστηρίων τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ οἱ εἰσηγήσεις περὶ καθάρσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων καὶ ὁρισμοῦ τυπικοῦ συλλειτουργίας Ὀρθοδόξων καὶ Μονοφυσιτῶν. Σὲ ἐπίπεδο θεολογικῆς ἔρευνας φθάσαμε στὸ ἀδιανόητο καὶ βλάσφημο γιὰ τὶς ἁγίες Συνόδους καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ποὺ καταδίκασαν τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς αἱρέσεως, ἐγχείρημα νὰ ἐγκρίνονται ἀπὸ τὸ Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δύο διδακτορικὲς διατριβὲς, ποὺ ἀποφαίνονται ὅτι οἱ Μονοφυσῖτες Διόσκορος καὶ Σεβῆρος δὲν ἦσαν αἱρετικοί, ἀλλὰ καταδικάσθηκαν γιὰ μὴ θεολογικοὺς λόγους.

 

6.  Ὁ διάλογος μὲ τοὺς Παλαιοκαθολικούς.

       Ὁ μόνος θεολογικὸς διάλογος ποὺ ἔληξε μὲ ὑπογραφὴ τῶν Ὀρθοδόξων θέσεων ἀπὸ ἑτεροδόξους εἶναι ὁ διάλογος μὲ τοὺς Παλαιοκαθολικούς. Τὰ ὑπογραφέντα κείμενα καταδικάζουν ὅλες τὶς βασικὲς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀποχώρησαν μετὰ τὴν Α' Βατικάνειο Σύνοδο τοῦ 1870 οἱ ὀνομασθέντες Παλαιοκαθολικοί, διαμαρτυρόμενοι γιὰ τὴν ἀνακήρυξη σὲ δόγμα τῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα. Προφανῶς μὴ φέρουσα αὐτὴν τὴν ἐξέλιξη, δυσμενέστατη καὶ μὴ ἐλεγχόμενη ἀπὸ τὴν ἴδια, ἡ Ρώμη ἔκανε τὸ πᾶν, ὥστε ὁ αἰσίως πε­ρατωθεὶς αὐτὸς διάλογος νὰ μὴν προχωρήσει σὲ ἕνωση τῶν Παλαιοκαθολικῶν μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θὰ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τμῆμα τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ θὰ ἐνσωματωνόταν καὶ θὰ ἐπέστρεφε στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δείχνοντας παραδειγματικὰ σὲ ὁλόκληρη τὴ Δύση, Παπικὴ καὶ Προτεσταντική, τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Οἱ Παλαιοκαθολικοὶ διέπραξαν ὅμως καὶ αυτοὶ τὸ λάθος στὸν διάλογό τους μὲ τοὺς Ἀγγλικανοὺς νὰ ταχθοῦν ὑπὲρ τῆς ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν, ἀναιροῦντες ὅσα μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἐδέχθησαν, καὶ νὰ ἐγείρουν ἔτσι σοβαρὸ ἐμπόδιο στὴν περαιτέρω θετικὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων.

 

7. Ὁ αληθὴς διάλογος καὶ οἱ προϋποθέσεις του.

       Συμπερασματικά, σχετικὰ μὲ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, διαπιστώθηκε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀποφεύγει τὸν διάλογο· δὲν τίθεται σὲ συζήτηση καὶ ἀμφισβήτηση ἡ σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ περίπτωση μὴ κατανοήσεως ἢ ἀρνήσεως ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων αὐτοῦ τοῦ σωτηριώδους πλαισίου, δὲν πρέπει νὰ παρατείνεται χρονικὰ ὁ διάλογος, ἀλλὰ τηρουμένων τῶν ἀναγκαίων χρονικῶν ὁρίων, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Πατέρες στὶς συνόδους, νὰ διακόπτεται ὁ διάλογος, ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὸς ὅσους δὲν ἀντελήφθησαν τὴν διδασκαλία Του καὶ δυσανασχετοῦσαν: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»7. Ἔτσι μόνον ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ συνειδητοποιήσουν τὴν πλάνη οἱ ἑτερόδοξοι καὶ νὰ ἀπαντήσουν καὶ σήμερα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ εἰς τοὺς αἰώνας ἐπεκτεινόμενος: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; Ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»8. Αὐτὴν τὴν ἀξιομνημόνευτη καὶ ὑποδειγματικὴ στάση ἐκράτησε στὸν διάλογο μὲ τοὺς Προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης ὁ πατριάρχης Ἰερεμίας Β' ὁ Τρανὸς στὴ δεύτερη «Ἀπόκρισή» του (1581). Ὅταν διεπίστωσε σύντομα ὅτι ἐμμένουν στὶς πλάνες καὶ ἀπορρίπτουν τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, «τῶν φωστήρων καὶ θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας», διέκοψε τὴν ἐπικοινωνία καὶ τοὺς ἄφησε νὰ βαδίζουν τὸν δικό τους δρόμο: εἶναι ἀνοικτὴ εἰς ὅλους καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ἔλθουν σ' αὐτὴν γιὰ νὰ σωθοῦν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση καὶ ὁ ἀπαράβατος ὅρος κάθε διαλόγου.
      «Ὥστε τὸ καθ' ὑμᾶς ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τὴν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μὲν περὶ δογμάτων, φιλίας δὲ μόνης ἕνεκα, εἰ βουλητόν, γράφετε»9.
       Στὸ Συνέδριο τονίσθηκε ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη, ἀδικαιολόγητη καὶ μοναδικὴ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μέθοδος νὰ διεξάγονται σήμερα διάλογοι ὄχι γιὰ τὶς διαφορές, γιὰ τὰ χωρίζοντα, ἀλλὰ γιὰ τὶς ὁμοιότητες, γιὰ τὰ ἑνοῦντα. Τί νόημα ἔχει νὰ συζητοῦμε γι' αυτά, τὰ ὁποῖα δεχόμαστε καὶ στὰ ὁποῖα συμφωνοῦμε; Ἁπλῶς κρύβουμε τὶς διαφορὲς καὶ ἐξυπηρετοῦμε ἄλλες σκοπιμότητες. τὴν μὴ φανέρωση τοῦ χάσματος καὶ τὸν ἐφησυχασμὸ τῶν καλοπροαιρέτων ἑτεροδόξων, ὡς καὶ τὴν διευκόλυνση τοῦ προσηλυτιστικοῦ ἔργου εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι ἀπαραίτητο ἐπίσης οἱ ὁποιεσδήποτε ἀποφάσεις στὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους νὰ ἔχουν συνοδικὴ κάλυψη, καὶ νὰ ἐνημερώνεται σχετικῶς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὑπάρχει σοβαρὸ ἔλλειμμα οὐσιαστικῆς συνοδικότητος.
       Τελικῶς οἱ σύνεδροι ἐπεκρότησαν καὶ ἐπήνεσαν τὸ σκεπτικὸ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ποὺ ἀποχώρησαν ἢ ἐπρόκειτο νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ὅπως διατυπώνεται στὸ ἱστορικὸ καὶ ὀρθοδοξότατο γράμμα ποὺ ἔστειλε ἡ Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων 22 Σεπτεμβρίου 1992 πρὸς τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, στὸ ὁποῖο ἀνακοινώνει ὅτι διακόπτει τὸν θεολογικὸ διάλογο «μετὰ πάντων τῶν ἑτεροδόξων γενικῶς, ἡγησαμένη ὅτι οὗτος, οὐ μόνον ἀνώφελός ἐστιν, ἀλλὰ καὶ ἐπιζήμιος ἀποβαίνει διὰ τὴν ἐν γένει Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τὴν Ἁγιωτάτην ἡμῶν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων».

 

8. Ἀπὸ τὸν διαχριστιανικὸ στὸν διαθρησκειακὸ συγκρητισμό.

        Διαπιστώθηκε ἐπίσης ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, μετὰ τὴν ἐπιτυχία ποὺ εἶχε στοὺς διαχριστιανικοὺς διαλόγους μὲ τὶς θεωρίες τῶν «κλάδων», τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καὶ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἔχει ἤδη περάσει στὴν ἐπόμενη ἐπιδίωξη τῶν σχεδιαστῶν τῆς «Νέας Ἐποχῆς», στὴν διαθρησκειακὴ ἑνότητα, μὲ τὴν προβολὴ τῆς ὄντως δαιμονικῆς θέσεως ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, ἡ ζωή, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια. καὶ οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας, ὥστε στὸ τέλος νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου στὰ πλαίσια τῆς παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Οἱ πυκνούμενες καὶ ἐνισχυόμενες ἀπὸ Χριστιανοὺς ἡγέτες, καὶ μερικοὺς Ὀρθοδόξους, διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ οἱ διαθρησκειακοὶ διάλογοι ἔχουν ὁδηγήσει σὲ ἀνεπίτρεπτο συγκρητισμό, ἀποτελοῦν ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τῶν ὁποίων τὸ μαρτύριο καὶ ἡ ὁμολογία ὑπὲρ τῆς μοναδικῆς ἀληθείας χάνουν πλέον κάθε νόημα, μεταβάλλονται δὲ καὶ αὐτοὶ εἰς ἀνοήτους «φουνταμενταλιστάς».

 

Β. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

       Μετὰ τὶς διαπιστώσεις αὐτὲς καὶ ἐκτιμήσεις τὸ «Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο» προέβη στὶς ἀκόλουθες προτάσεις.

        1.   Ἐπειδὴ εἶναι πανθομολογούμενο πλέον μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ ἔτη τὸ ἀνώφελο καὶ ἐπιζήμιο τῆς συμμετοχῆς τῆς Ἐκκλησίας, μὲ ὅρους διομολογιακῆς καὶ διαθρησκειακῆς ἰσότητας καὶ ἰσοπεδώσεως, στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», στοὺς διαχριστιανικοὺς καὶ στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους, προτείνεται νὰ προχωρήσουν καὶ οἱ λοιπὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες σὲ ἀποχώρηση ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ σὲ διακοπὴ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῶν διαλόγων. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ δὲν ἀπαιτεῖται πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ καὶ ἡ συμμετοχὴ ἀποφασίσθηκε μεμονωμένως. Ὁ μόνος διάλογος ποὺ δικαιολογεῖται βάσει τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν προσερχομένων αὐτοπροαιρέτως νὰ σωθοῦν ἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων: «Τί μὲ δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;»10ἢ «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»11.

        2.   Νὰ ἀναθεωρήσουν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ προπαντὸς ἡ προηγουμένη τῇ τιμῇ καὶ ταῖς πρωτοβουλίαις Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, τὶς σχέσεις τους πρὸς τὸν Παπισμό, τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπὸ τὸν Μ. Φώτιο, μέσω τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Μάρκου Εὐγενικοῦ, Κολλυβάδων Ἁγίων, μέχρι καὶ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς, θεωροῦν ὡς αἵρεση καὶ ὄχι ὡς «ἀδελφὴ Ἐκκλησία».
       3.   Νὰ τηρηθοῦν οἱ ἱεροὶ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν συμπροσευχὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους γενικῶς, σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, καὶ ὄχι μόνο τὴν εὐχαριστιακὴ συμπροσευχή, ὅπως προβάλλεται ἐσχάτως. Ἡ τήρηση τῶν κανόνων ἐπιβάλλεται κυρίως σὲ θέματα πίστεως καὶ ὄχι μόνον σὲ θέματα διοικήσεως καὶ δικαιοδοσιῶν.
       4.   Νὰ γίνει ἔκκληση πρὸς τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ποὺ δὲν δέχθηκαν μέχρι τώρα νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ πάπας τὶς χῶρες τους, νὰ ἐμμείνουν σ' αὐτὴν τὴν ἀπόφαση. Φαντάζεται κανεὶς κάποιον ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες νὰ ὀργανώνει ὑποδοχές, νὰ τιμᾶ καὶ νὰ ἀσπάζεται τὸν Ἄρειο, τὸν Νεστόριο, τὸν Εὐτυχή κ.ἄ.; Νὰ διαγραφεῖ ἀπὸ τὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (=Δίπτυχα) ἡ ἀπαράδεκτη ἀναγραφὴ τῆς ἐπισκέψεως τοῦ πάπα ὡς μεγάλου ἱστορικοῦ γεγονότος, καὶ νὰ ἀποτραπεῖ στὸ μέλλον κάθε ἐνέργεια γιὰ ἀνταπόδοση ἢ ἐπανάληψη τῆς ἐπισκέψεως.
       5.   Νὰ διερευνηθεῖ τὸ θέμα τῆς μυστηριακῆς διακοινωνίας τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας μὲ τοὺς Μονοφυσῖτας ὡς καὶ τὸ τῆς ἀναγνωρίσεως μερικῶν μυστηρίων τῶν αὐτῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας καὶ νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ κανονικὴ ἀρχὴ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔστω».
      6. Νὰ ἐνισχυθεῖ καὶ ἐνθαρρυνθεῖ ὁ ἐνδοεκκλησιαστικὸς διάλογος στὸ πνεῦμα τῆς συνοδικότητος, ποὺ δὲν περιορίζεται μόνον στοὺς ἐπισκόπους. Εἶναι τουλάχιστον λυπηρὸν νὰ ἐπιδιώκεται ὁ διάλογος  μὲ τοὺς ποικιλώνυμους αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροθρήσκους, καὶ νὰ ἀπορρίπτεται ἡ διαφορετικὴ ἄποψη ἀδελφῶν ἐν τῇ πίστει, ποὺ συκοφαντοῦνται ὡς φανατικοί.
       7. Νὰ ἀποθαρρυνθοῦν καὶ νὰ σταματήσουν οἱ λειτουργικὲς ἀλλαγὲς καὶ ἀνανεώσεις, γιατὶ ἀποτελοῦν ἐφαρμογὴ ἀρχῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀποβλέπουν σὲ δημιουργία ἀδογματικῆς λατρείας, ὥστε νὰ διευκολύνεται ἡ ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων. Ἄλλωστε ὁ λειτουργικὸς πλοῦτος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἀνήκει σὲ κάποια τοπικὴ ἐκκλησία. Ἐκφράζει τὴν διαχρονικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρέπει νὰ φυλάσσεται ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Εἰδικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπέμειναν οἱ σύνεδροι στὴν ἐπίκριση καὶ ἀπόρριψη τοῦ πρωτοφανοῦς καὶ παντελῶς ἀδικαιολογήτου ἐγχειρήματος νὰ ἀναγινώσκονται συγχρόνως στὸ ἀρχαῖο κείμενο καὶ σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα σὲ ναοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
       8. Νὰ διατρανωθεῖ πρὸς τὶς Ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξακολουθήσουν νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν πρόκειται περὶ σχίσματος, ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁμολογίας, ὅπως τὸ ἔπραξαν παλαιοὶ Πατέρες, ἀλλὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας ὁμολογηταὶ ἐπίσκοποι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ γεραρὸς καὶ σεβαστὸς μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Αὐγουστῖνος, καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
       9. Νὰ διακηρυχθεῖ ἐν ἤχω σάλπιγγος ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ οἱ ἀπροϋπόθετοι διάλογοι μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους δὲν ὠφελοῦν ἀλλὰ βλάπτουν, ἐπομένως δὲν εἶναι ἔργο ἀγάπης, ἀλλὰ ἁπλῶς κοσμικῆς νοοτροπίας συμβατικὲς σχέσεις, ποὺ ἀποβλέπουν ὄχι σὲ πνευματικούς, ἀλλὰ σὲ ἰδιοτελεῖς στόχους. Φθείρουν καὶ νοθεύουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα μὲ τὸν συμφυρμὸ καὶ τὴν σύγχυση, βλάπτουν ἐπομένως τοὺς ὁμοπίστους, ἀφοῦ χωρὶς καθαρότητα δογμάτων καὶ στὰ πιὸ μικρὰ θέματα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ σωθεῖ. Στοὺς ἑτεροθρήσκους καὶ ἑτεροδόξους κλείνουν τὴν πύλη τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ ἐμποδίζουν τοὺς μὲν πρώτους νὰ δοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, τοὺς δὲ δευτέρους ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας, ἡ μόνη Ἐκκλησία. Τὴν σωτηρία πάντων τῶν ἀνθρώπων θέλει ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἀπείρω ἀγάπη Του πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἀντιθέτως τὴν πολεμεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους ὁ Διάβολος, ὁ ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας, ἀπὸ φθόνο καὶ μῖσος πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
       Ἀπορρίπτουμε λοιπὸν ἐξ ἀγάπης τὸν Οἰκουμενισμό, διότι ἐπιθυμοῦμε νὰ προσφέρουμε στοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους ἐκεῖνο ποὺ ἐχάρισε πλούσια ὁ Κύριος σὲ ὅλους ἐμᾶς μέσα στὴν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία Του, δηλαδὴ τὴν δυνατότητα νὰ γίνουμε καὶ νὰ εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματός Του.

 

 

 

  • 1.     Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224.
  • 2.     Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Ρωμαίους Ὁμιλ. 22,2, PG 60,611.
  • 3.     Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιπ. Ὁμιλ. 2,1, PG 62,191.
  • 4.     Ματθ. 23,13.
  • 5.     Βλ. Π. Μπρατσιώτου, «Ὁ Σάμου Εἰρηναῖος καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν», Ἐκκλησία 40 (1963) 477.
  • 6.     Ματθ. 12, 33.
  • 7.    Ἰω. 6, 67.
  • 8.    Αὐτόθι 69.
  • 9.    Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Graz 1968, τόμ. 2ος, σελ. 489.
  • 10.  Πράξ. 16, 30
  • 11.  Λουκᾶ 10, 25 καὶ 18,18.

ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ ΣΤ . ΤΕΥΧΟΣ 4 . ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2004
 



  


active³ 5.0 · IPS κατασκευή ιστοσελίδων · Όροι χρήσης