Παρασκευή, 19 Απρ, 2024
Ο Ακάθιστος Ύμνος. Παφνουτίου ιερομάρτυρος, Γεωργίου επισκόπου Πισιδίας του ομολογητού, Τρύφωνος αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Θεοδώρου του εν Πέργη, Σωκράτους και Διονυσίου των μαρτύρων, οσίου Συμεών του μονοχίτωνος και ανυόδητου, κτίτορος Ι. Μ. Φλαμουρίου Πηλίου (1594), Αγαθαγγέλου οσιομάρτυρος του νέου (1818).
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Τ.Θ. 1602
Τ.Κ. 51006 Θεσσαλονίκη
Τηλ.: 2310 286247
Fax.: 2310 276590

ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑΣ" ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ



ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑΣ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ

(1999-2008)

 

1. Ἀκλινεῖς σὲ θέματα πίστεως

Μὲ τὸ ἀνὰ χεῖρας τεῦχος ἡ «Θεοδρομία» εἰσέρχεται στὸ ἑνδέκατο ἔτος τῆς κυκλοφορίας της. ᾽Επέρασαν ἤδη δέκα ἔτη (1999-2008) ἀπὸ τότε ποὺ πα­ρουσιάζαμε στὸ πρῶτο της τεῦχος (Ἰανουάριος-Μάρτιος 1999), στὸ ἄρθρο τοῦ ἐκδότου μὲ τίτλο «Στὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου», τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις, τὶς ἐλπίδες, καὶ τὶς προσδοκίες μας. Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκ­κλησίας ὅλων τῶν τάξεων, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, ἀκόμη καὶ πολ­λῶν ὑψηλόβαθμων, ἀρχιεπισκόπων δηλαδὴ καὶ ἐπισκόπων, ὑπῆρξε θετι­κώ­τατη, σχεδὸν ἐνθουσιώδης. Στοὺς διαφαινόμενους ἢ καὶ διαφανέντας δύ­σκολους καιρούς, ἐκαλεῖτο νὰ ἐνισχύσει τὶς παραδοσιακὲς ὀρθόδοξες φωνές, ὅπως αὐτὴ τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου», νὰ ἐκφράσει «λόγον ἀληθείας καὶ παρρησίας»· μέσα στὴν σύγχυση καὶ στὴν θολούρα τῆς συγκρητιστικῆς Παγκοσμιοποίησης καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔπρεπε νὰ διασαφήσει τὰ ὅρια τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ψεύδους, τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας· νὰ μὴ χα­θεῖ μέσα στὴ σύγχυση τοῦ πολυπολιτισμικοῦ καὶ πολυθρησκευτικοῦ μοντέλου τῆς «Νέας Ἐποχῆς» τοῦ Ἀντιχρίστου ἡ ἀπλανὴς καὶ μόνη σωτήρια ὁδὸς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν ἐβάδισαν χωρὶς παρεκ­κλίσεις, προσ­αρμογὲς καὶ ἐκπτώσεις οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Ὁμολογηταί.

Γνωρίζαμε ὅτι ὁ δρόμος δὲν ἦταν εὔκολος καὶ ὅτι μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ κατορθώναμε νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία μας. Γράφαμε στὸ πρῶτο ἐκεῖνο σημείωμα ὅτι «ἀταλάντευτο κριτήριο καὶ ἀπαράβατη ἀρχὴ τοῦ περιοδικοῦ, θὰ εἶναι ἡ ἐμμονὴ εἰς τὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς τὰ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κίνηση μέσα εἰς τὰ ὅρια ποὺ οἱ Ἅγιοι ἔθεσαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ περιοδικοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ ἁμαρτωλότεροι τῶν ἀνθρώπων, νὰ κατατρώγονται καὶ νὰ κατατυραννοῦνται ἀπὸ ποικίλα πάθη καὶ κακίες. Μὲ ταπείνωση καὶ συναίσθηση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμί­ας, γιὰ τὴν ὁποία πάντοτε ὑπάρχει τὸ ἔλεος καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, θὰ παρουσιάζουν ὄχι τὴ δική τους ζωή, συνήγοροι τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν τους, ἀλλὰ τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων. Πρὸ παντὸς ὅμως θὰ φροντίσουν νὰ παραμείνουν ἀκλι­νεῖς, αὐστηροὶ καὶ ἀνυποχώρητοι σὲ θέματα πίστεως καὶ δόγματος, στὰ ὁποῖα ἂν παρεκκλίνει κανείς, δὲν ὑπάρχει ἔλεος, συγχώρηση καὶ συγκατάβαση, ἀλλὰ σίγουρη ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Ὁ ἁμαρτωλὸς συγχωρεῖται, ὁ αἱρετικὸς κα­ταδικάζεται σὲ αἰώνια ἀπώλεια. Ὁ πρῶτος μένει μέσα στὴν Ἐκκλησία, μετα­νοεῖ, ἐξομολογεῖται, βελτιώνεται, σώζεται· ὁ δεύτερος μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ χάνεται».

 

2. Ὁ Ἀθηναγόρας ἀλλάσσει τὴν πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀντιδρᾶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Δὲν σκεπτόμασταν τότε ὅτι πολὺ γρήγορα θὰ καλούμασταν νὰ ἐνυλώ­σουμε σὲ πράξη ζωῆς αὐτές μας τὶς πεποιθήσεις, ὥστε νὰ μὴ μείνουν ἁ­πλῶς «ἔπεα πτερόεντα». Καὶ δὲν τὸ σκεπτόμασταν, διότι μέχρι τότε ἡ Ἐκ­κλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν θεολογι­κῶν της δυνάμεων, ἦσαν προσανατολισμένοι ὀρθόδοξα καὶ παραδοσιακά· μὲ δισταγμὸ καὶ ἐπιφυλακτικότητα ἀντιμετώπιζαν τὰ τολμηρὰ οἰκουμε­νιστικὰ ἀνοίγματα τοῦ Φαναρίου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ στηρίζουν τὴν πολύπαθη καὶ μαρτυρικὴ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία, «κρί­μασιν οἷς οἶδε Κύριος», ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ πατριάρχου Ἀθηνα­γόρου μέχρι σήμερα παρεξέκλινε τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ συμπο­ρεύεται μὲ τὴν «Βαβυλῶνα» τὴν μεγάλη, μεθύουσα μετὰ τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς «ἐκ τοῦ οἴνου τῆς πορνείας αὐτῆς»[1], βραβεύουσα τοὺς μεθύοντας ἐκ τῶν ἀγαθῶν καὶ παθῶν τοῦ κόσμου καὶ βραβευομένη ὑπ᾽ αὐτῶν.

Ὁ ὄντως μεγάλος προκαθήμενος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ Χατζησταύρου (1962-1967), διεπίστωσε καὶ ἔγραψε ὅτι μὲ τὰ ἀνοίγματα τοῦ Ἀθηναγόρου πρὸς τὸν πάπα «ἄρχεται μία περίεργος ἐξέλιξις ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ἡμῶν πράγμασιν, ἀληθῶς ἱστορι­κή, ἥτις ἄδηλον εἶναι ποῦ θὰ ὁδηγήσει εἰς τὸ μέλλον»[2]. Μὲ ἀπόφαση τῆς Διαρ­κοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1963 τοῦ ἐπεσήμανε συνοδι­κῶς ὅτι βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων κανένας προκαθήμενος δὲν πρέπει νὰ ἀποφασίζει αὐθαίρετα ὡς μονοκράτωρ γιὰ θέματα πίστεως καὶ ὅτι, ἂν ἄκουγε τὶς συνετὲς ἀντίθετες πρὸς τὶς δικές του θέσεις τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θὰ ἀπέφευγε νὰ «ἀκολουθήσῃ τὴν ἣν ἐν προκει­μένῳ ἠκολούθη­σεν ὀλισθηρὰν ὁδόν»[3].

Μὲ βαριὰ καρδιὰ οἱ διάδοχοι τοῦ Χρυσοστόμου Β´ ἀκολούθησαν τὸ Φα­νάρι, φρενάροντας καὶ συγκρατώντας το ἀπὸ τὰ ὀλισθήματα, μέχρι καὶ τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν συμ­μερίσθηκε ἐπὶ δεκαετίες τὴν οἰκουμενιστικὴ ἐκτροπὴ τοῦ Φαναρίου· πολλὲς καὶ ἰσχυρὲς φωνὲς ἱεραρχῶν καὶ θεολόγων συνιστοῦσαν τὴν διακο­πὴ τῶν ἀνωφελῶν διαλόγων πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τὴν ἀποχώρησή μας ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Ἔφθασαν μάλιστα μέχρι τοῦ ση­μείου τριὰς ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν ἀρχιερέων (Παραμυθίας Παῦλος, Φλωρίνης Αὐγουστῖνος καὶ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος), ὡς καὶ σύνολο τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρου κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.

 

3. Νέος Ἀθηναγόρας καὶ ὄχι νέος Χρυσόστομος ὁ Χριστόδουλος

Δυστυχῶς ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἀθηναγόρας στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπεχείρησε νὰ τὸ κάνει στὴν Ἀθήνα ὁ διαδεχθεὶς τὸν Σεραφείμ, ὀλίγον πρὸ τῆς ἐκ­δόσεως τῆς «Θεοδρομίας» (1998), ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ὁ ἀπὸ Δημη­τριάδος. Πενήντα ἔτη μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀθηναγόρου ὡς πατριάρχου (1948), κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπέφυγε τὰ γοητευτικὰ κηρύγματα τοῦ Φαναρίου, ἕνας νέος Ἀθηναγόρας, ἐξ ἴσου χαρι­σματικὸς καὶ γοητευτικός, θὰ ἐπιχειροῦσε νὰ βάλει τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλ­λάδος στὸν μέχρι τότε θεωρούμενο ὀλισθηρὸ δρόμο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐ­πρόκειτο ὄντως περὶ χαρισματικοῦ καὶ ταλαντούχου ἀρχιερέως, ρητορικοῦ καὶ γλυκύτατου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὶς προσδοκίες πολλῶν, καὶ τοῦ γράφοντος, ἐπρόκειτο νὰ γράψει χρυσὲς σελίδες στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς. Συνήγειρε ἀμέσως μὲ τὴν ζωντάνια καὶ τὴν θέρμη τοῦ λόγου του τὸν λαὸ καὶ μὲ τὶς περίφημες λαοσυνάξεις γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύ­ματος στὶς ταυτότητες ἔδειξε ὅτι διαθέτει ἰσχυρὰ λαϊκὰ ἐρείσματα, ὅτι ἔχει δύναμη ἐντυπωσιακή, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἐπ᾽ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους. Τριάμισυ ἑκατομμύρια ὑπογραφῶν (3.500.000) ἦταν σπάνιο κατόρθωμα στὰ χέρια ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου. Αὐτὸ ἐθύμιζε ἐποχὲς μεγάλων Πατέρων, ὡς πρὸς τὴν ἀπήχηση στὸν λαό, ὅπως π.χ. τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἦταν χρυσῆ εὐκαιρία νὰ ἀνα­δειχθεῖ ὁ Χριστόδουλος σὲ νέο Χρυσόστομο, σὲ ὄντως δοῦλο Χριστοῦ, προ­χωρώντας, ὅπως ὁ Χρυσορρήμων πατήρ, στὴν κάθαρση τοῦ ἱεροῦ κλήρου ἀπὸ ἀναξίους καὶ ἠθικὰ διαβεβλημένους κληρικούς, ἐπιβάλλοντας μὲ τὸ δικό του προσωπικὸ παράδειγμα καὶ μὲ σχετικὲς ἀποφάσεις τὴν λιτοδίαιτη ἀσκητικὴ ζωὴ στοὺς κληρικοὺς καὶ ἐκδιώκοντας τὴν χλιδή, τὴν τρυφὴ καὶ τὴν πολυτέλεια· ἀπέναντι δὲ στοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς «Νέας Ἐποχῆς», στὴν ἀρχὴ μάλιστα τῆς τρίτης χιλιετίας, ποὺ σχεδιάζουν καὶ κάνουν ὅ,τι θέλουν, ὑποχρεώνοντας ἢ δελεάζοντας καὶ τὶς ἐκκλησια­στι­κὲς ἡγεσίες νὰ ἐνταχθοῦν στοὺς σχεδιασμούς, νὰ ὀρθώσει ἀνυποχώρητο, ὑ­ψηλό, εὐθυτενές, ἄκαμπτο, ἀσυμβίβαστο, θριαμβευτικό, τὸ ὑγιὲς φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς, νὰ ἐκφωνήσει βροντόφωνα καὶ δυνατὰ στοὺς ἄρχοντες τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ ΠΣΕ(ΥΔΟΥΣ), ποὺ διέστρεψαν τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια καὶ οὔτε οἱ ἴδιοι σώζονται οὔτε τοὺς ἄλλους ἀφήνουν νὰ σωθοῦν, τὰ «οὐαὶ ὑμῖν Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταὶ» τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸ «οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον» τοῦ Χρυσοστόμου.

Ὅμως, ὄχι μόνον δὲν ἔπραξε αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει, διαψεύδον­τας τὶς προσδοκίες πολλῶν, ἀλλὰ ἀντίθετα χρησιμοποίησε τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δύναμη ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ λαός, πρὸς τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη κατεύθυνση. Ἀντὶ νὰ γίνει ἡ κάθαρση τοῦ κλήρου, αὐξήθηκαν καὶ καλύ­φθηκαν οἱ διεφθαρμένοι καὶ οἱ σκανδαλοποιοί. Ἔσπασαν ρεκὸρ ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ πολυτέλεια στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 2005 ἡ ἀποκάλυψη ἐκκλησιαστικῶν σκανδάλων ἐτραυμάτισε σοβαρὰ τὸ λαοφιλὲς πρόσωπο τοῦ ἀρχιεπισκόπου καὶ ἐκλόνισε τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία. Ἀκόμη καὶ τὸ σκάνδαλο τῆς Μονῆς Βατο­πεδίου καὶ ἡ φυλάκιση γιὰ πρώτη φορὰ ἑνὸς ἐπισκόπου γιὰ ποινικὰ ἀδική­ματα ἐντάσσονται στὸ νοσηρὸ ἐκκλησιαστικὸ κλῖμα ποὺ ἐπεκράτησε κατὰ τὴν δεκαετία τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς θητείας τοῦ Χριστοδούλου (1998-2008). Στὸ ὄνομα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἐπιχειρήθηκαν λειτουργικὲς ἀλλαγὲς καὶ ἀνανεώσεις, μέχρι καὶ μεταφράσεις τῶν βιβλικῶν κειμένων, εὐχῶν καὶ ὕμνων μέσα στὴ λατρεία. Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων αὐτῶν, ἡ χειρότερη ἐξέλιξη, τὸ χειρότερο κατόρθωμα τῆς δεκαετίας τοῦ Χριστοδούλου ἦταν τὸ ἄνοιγμα τῶν θυρῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ἦταν μέχρι τότε κλει­στές, στὸν πάπα καὶ στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ πάπας ἐπισκέπτεται, τιμώμενος καὶ ἐκκλησιαστικά, τὴν Ἑλλάδα τὸν Μάιο τοῦ 2001. Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος φιλοξενεῖ Ἱεραποστολικὸ Συνέδριο τοῦ ΠΣΕ(ΥΔΟΥΣ) τὸ 2005.

 

4. Στὸ στίβο τῶν ἀγώνων καὶ τῶν διωγμῶν ἡ «Θεοδρομία» κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ Χριστοδούλου.

Σὲ διάφορα ἄρθρα μας στὴν «Θεοδρομία» ἐπισημάναμε καὶ ἐπικρίνα­με καὶ πολλὲς ἄλλες παρόμοιες πρωτιὲς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Εἶναι πάντως εὐνόητο ὅτι, ἐπειδὴ ἡ δεκαετία τοῦ Χριστοδούλου συμπίπτει μὲ τὴν δεκαετία τῆς «Θεοδρομίας», οἱ σελίδες τῶν δέκα τόμων της μαζὶ μὲ ἄλλες θεολογικὲς ἑνότητες, ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀφιερώνουν πολὺ χῶρο στὶς σχετικὲς ἐκτιμήσεις ἀλλὰ καὶ στὶς σχετικὲς ἐνέργειες ποὺ κάναμε, ἀντιδρώντας καὶ ἀντιστεκόμενοι στὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων τῆς Πίστεως. Δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ συνθέσουμε τὰ εἰς τὸν τομέα αὐτὸ πεπραγμένα τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν». Ἁπλῶς ἐ­πιθυμοῦμε νὰ καταστήσουμε ἐμφανὲς ὅτι ὁ δρόμος τῆς «Θεοδρομίας», ὅπως γράφουμε καὶ εἰς τὸν τίτλο ἦταν δύσκολος κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς δεκαετίας.

Παρὰ λίγο ἡ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν Λειτουργικὴ Ἀνανέωση νὰ μᾶς ἔστελνε σὲ συνοδικὸ δικαστήριο, σὲ ἱεροδικεῖο, γιατὶ ἐπικρίναμε μὲ ἄρ­θρο μας τὸν «Νεοβαρλααμισμὸ τῆς Λειτουργικῆς Ἀνανέωσης»[4], κυρίως ὅ­μως γιατὶ συγκαλέσαμε στὴ Θεσσαλονίκη μεγάλο συνέδριο ἀπὸ 27 Φεβρου­αρίου - 1 Μαρτίου τοῦ 2002 μὲ τίτλο: «Τὸ μεγαλεῖο τῆς Θείας Λατρείας. Πα­ράδοση ἢ Ἀνανέωση;», στὸ ὁποῖο εἰδικοὶ καὶ ἐμβριθεῖς εἰσηγηταὶ παρουσία­σαν τοὺς κινδύνους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν δυτικῆς προελεύσεως μὲ παπικὴ καὶ προτεσταντικὴ σφραγίδα λειτουργικὴ καὶ καταστροφικὴ κίνη­ση. Ἦταν τόσος ὁ πανικὸς ποὺ προκάλεσε αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, ὥστε ἐξ Ἀ­θηνῶν δινόταν ἡ ἐντολὴ σὲ ὅμορες μητροπόλεις νὰ μὴ ἐπιτρέψουν σὲ κλη­ρικοὺς νὰ παρακολουθήσουν τὸ Συνέδριο, τοῦ ὁποίου τὰ θαυμάσια «Πρα­κτικὰ» καταλαμβάνουν τὰ τρία τεύχη τοῦ τόμου Δ´ τῆς Θεοδρομίας τοῦ 2002. Ὑποστήκαμε, χωρὶς νὰ ἀπαντήσουμε, ἕνα ὑβριστικὸ καὶ ἄδικο ἐναντίον μας ξέσπασμα τοῦ προέδρου τῆς σχετικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς, μητροπολίτου Καισαριανῆς Δανιήλ, μέσα στὶς στῆλες τοῦ ἐπισήμου περιοδικοῦ «Ἐκκλησία». Ἦταν τόσο κραυγαλέως ἄδικη αὐτὴ ἡ ἐπίθεση, ὥστε νὰ ἀγα­νακτήσουν πολλοὶ γιὰ τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῶν τότε ἐξουσια­στῶν τῆς ὁμά­δος Χριστοδούλου, ποὺ δὲν περιορίσθηκε βέβαια μόνον στὴν ἐ­ναντίον μας ἐ­πίθεση, ὥστε ἄγνωστός μας δικαστικὸς λειτουργὸς νὰ ἀνα­λάβει αὐτόκλητα τὴν δικαίωση καὶ ὑπεράσπισή μας.

Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Δωδεκαθεϊστῶν, ποὺ μὲ ἐξώδικες κλήσεις, καὶ πρὸς ἐμᾶς καὶ πρὸς τὸν πρύτανι τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλο­νίκης, προσπαθοῦσαν μὲ ἀπειλὲς καὶ πιέσεις νὰ ματαιώσουν τὴ σύγκληση τοῦ συνεδρίου ποὺ συγκαλέσαμε καὶ πραγματοποιήσαμε στὴν Μεγάλη Αἴ­θουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου τὸν Μάιο τοῦ 2003 μὲ τίτλο: «Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας - Δωδεκαθεϊσμὸς - Ὑποτίμηση τῆς Π. Διαθήκης - Ὀλυμπια­κοὶ ἀγῶνες»,  τοῦ ὁποίου ἐπίσης τὰ Πρακτικὰ ἐκυκλοφορήθη­σαν ἀπὸ τὶς ἐκ­δόσεις τῆς «Θεοδρομίας»[5]. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Συνεδρίου ὀρ­γανωμένοι Δωδεκαθεϊστὲς προσπάθησαν μὲ φωνασκίες καὶ παρεμβάσεις νὰ παρεμποδίσουν τὶς ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου. Καθ᾽  ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 2003 ὁ γνωστὸς δημοσιογράφος Σπ. Καρατζα­φέρης ἔβγαζε σὲ ἐπαναλαμβανόμενη ἐκπομπή του τὸν γράφοντα στὶς ὀθόνες τῆς τηλεο­ράσεως μὲ ἀρνητικὰ σχόλια, γιατὶ τελικῶς, μέλη τοῦ Συνε­δρίου ἀντέδρασαν καὶ ἐξεδίωξαν τοὺς ταραχοποιοὺς καὶ δὲν τοὺς ἄφησαν νὰ διαλύσουν τὸ Συνέδριο· πρὸς ἐκείνη τὴν πλευρὰ ὁ φακὸς τοῦ Καρατζα­φέρη δὲν ἔρριξε οὔ­τε φευγαλέα ματιά, καὶ ὁ λόγος του ἦταν πικρὸς μόνον γιὰ τοὺς ἀντιδρά­σαντας στὴν ἀντίδραση αὐθορμήτως καὶ ἐν ἀγανακτήσει, χωρὶς καμμία παρακίνηση.

Οἱ ἀγῶνες πολλῶν ἀνησυχούντων πιστῶν, ποὺ ἐκδηλώθηκαν συγκι­νητικὰ καὶ ἐπαινετὰ μὲ ποικίλους τρόπους κατὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπίσκεψης τοῦ πάπα στὴν Ἀθήνα τὸν Μάιο τοῦ 2001, μὲ τὴ συμμετοχὴ τότε καὶ πολλῶν ἀρχιερέων, ποὺ τολμοῦσαν ἀκόμη καὶ νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ ἀντιδροῦν -γιατὶ σὲ λίγο θὰ σιωποῦσαν ὅλοι-, ὡς καὶ μεγά­λης ὁμάδος Ἁγιορειτῶν ἡγουμένων, καθρεπτίζονται ἐπίσης μέσα στὰ τεύχη τῆς «Θεοδρομίας» τοῦ ἔτους 2001. Σὲ λίγο αὐτὴ ἡ ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προσέλαβε καὶ πανεπιστημιακὴ ἀκαδη­μαϊκὴ ἔκφραση μὲ τὸ μεγαλειῶδες καὶ ἱστορικὸ ὄντως συνέδριο ποὺ ὀργά­νωσαν ἀπὸ κοινοῦ τὸ «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ καὶ ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ 20-24 Σεπτεμβρίου τοῦ 2004, στὴ Μεγάλη Αἴθουσα Τε­λετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μὲ τίτλο: «Οἰκουμενισμός, Γένε­ση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις». Ἑξήντα περίπου εἰσηγηταὶ ἀπὸ πολλὲς ὀρθόδο­ξες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες καὶ ὀρθόδοξες Θεολογικὲς Σχολὲς παρουσία­σαν τὴν ἱστορία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὰ κίνητρα τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθο­δόξων, καὶ ἰδιαίτερα τὶς διαβρωτικὲς καὶ ἀλλοτριωτικές του ἐπιδράσεις. Τώρα ὅλα αὐτὰ φαίνονται στὴν ἔκδοση τῶν Πρακτικῶν τοῦ Συνεδρίου σὲ δύο ὀγ­κώδεις καλαίσθητους τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Θεοδρομία», ποὺ χαιρετίσθηκε ὡς ἐκδοτικὸ γεγονὸς μεγάλης σημασίας γιὰ τὴν ἀναστολὴ τῆς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μεταξὺ ἄλλων ἐπαινετικῶν χαρακτηρι­σμῶν γιὰ τὰ «Πρακτικὰ» αὐτοῦ τοῦ σημαντικοῦ Συνεδρίου τὸ περιοδικὸ «Ὁ Σωτήρ» γράφει σὲ σχόλιό του ὅτι «ἀποτελεῖ ἐκδοτικὸ ἄθλο ἡ κυκλοφορία τῶν δύο τόμων (Α´ καὶ Β´) τῶν Πρακτικῶν τοῦ σπουδαιοτάτου καὶ ὄντως ἱστορικοῦ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου» καὶ ὅτι ἐπίσης «Τὸ περιεχόμενο ὅλων τῶν εἰσηγήσεων ἀπαρτίζει καὶ μιὰ ὀρθόδοξη θεολογικὴ ἐγκυκλοπαίδεια ἀπα­ραίτητη σ᾽  ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ἀλλὰ καὶ πολὺ προσιτὴ στὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ»[6].

 

5. Κορυφώνονται τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα. Ἐντείνονται οἱ διώξεις ἀπὸ Φανάρι καὶ Ἀθήνα

Ὅλη αὐτὴ ἡ δραστηριότης τῶν ὑπευθύνων τῆς «Θεοδρομίας» παρόρ­γισε τοὺς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸ Φανάρι καὶ στὴν Ἀθήνα. Μὲ ἀφορ­μὴ ἕνα ἄρθρο τοῦ γράφοντος μὲ τίτλο «Οἱ Ἁγιοταφίτες δείχνουν τὸ δρόμο στοὺς Ἑλλαδίτες Ἀρχιερεῖς», ποὺ δημοσιεύθηκε στὶς ἐφημερίδες «Ἀπογευ­ματινὴ» καὶ «Ὀρθόδοξος Τύπος» τῶν Ἀθηνῶν, ἀσκήθηκε δίωξη ἐναντίον μου. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ συνιστοῦσα στοὺς Ἑλλαδίτες ἐπισκόπους νὰ ἀναλά­βουν τὶς εὐθύνες τους μπροστὰ στὸ σκηνικὸ τῶν σκανδάλων, ποὺ ἐπὶ δύο συνεχῆ ἔτη (2004, 2005), γύρω ἀπὸ τὴν ὑπόθεση Βαβύλη, ἐξευτέλιζε τὴν Ἁγία Ἱερωσύνη καὶ ἔδινε ὅπλα στοὺς ἐκκλησιομάχους[7]. Παραπέμφθηκα ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο τὸν Ἰούνιο τοῦ 2005 σὲ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς καθαιρέσεως καὶ μοῦ ἀπαγορεύθηκε προσω­ρινὰ τὸ ἱεροπρακτεῖν, σιωπῶντος καὶ μᾶλλον ἐπευλογοῦντος τοῦ Φαναρίου σὲ μία ἄδικη καὶ ἀντικανονικὴ δίωξη ἐναντίον κληρικοῦ τῆς δικῆς του δι­καιοδοσίας. Ἐπεδίωξαν μὲ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ νὰ ἀποδυναμώσουν τὸ στρα­τόπεδο τῶν ἀγωνιζομένων ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο προκλη­τικὰ καὶ πάλι συνέχιζαν νὰ ἐνισχύουν μὲ τὴν σύγκληση καὶ φιλο­ξενία γιὰ πρώτη φορὰ Ἱεραποστολικοῦ Συνεδρίου στὴν Ἀθήνα, τὸν μῆνα Μάιο τοῦ 2005. Τὸν Μάιο, λοιπόν, τοῦ 2005 ὑποδεχθήκαμε τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», μὲ θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀντιδράσεις ὑπὸ τὴν μορφὴ θεολογικῶν ἡμερίδων, ποὺ ὀργάνωσε ἡ Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν τὸν ἴδιο μῆνα στὴν Ἀθήνα σὲ συνεργασία μὲ τὴν «Πανελλήνια Ἕνωση Θεολό­γων» καὶ στὴν Θεσσαλονίκη σὲ συνεργασία μὲ τὴν «Ἕνωση Θεολόγων Βο­ρείου Ἑλλάδος».

Εἶχε μεσολαβήσει ἐν τῷ μεταξύ, κατὰ τὸ 2004, ἡ σύγκρουση μεταξὺ Βαρθολομαίου καὶ Χριστοδούλου γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιο­δοσίας στὶς λεγόμενες «Νέες Χῶρες». Ἡ «Θεοδρομία» δὲν παρέλειψε νὰ το­νίσει ὅτι θὰ προτιμοῦσε ἡ διένεξη νὰ μὴν ἀφορᾶ θρόνους, δικαιοδοσίες καὶ ἐξουσίες, ἀλλὰ ἐποικοδομητικὴ ἀντίθεση σὲ θέματα πίστεως, στὸ σταμάτη­μα τῆς διαβρωτικῆς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στοὺς χώ­ρους τῆς Ὀρ­θοδοξίας. Στὸ θέμα ὅμως αὐτὸ ἡ Ἀθήνα ὄχι μόνο συνοδοιποροῦσε, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ προέτρεχε τοῦ Φαναρίου.

Ἀποκορύφωμα ὅλου αὐτοῦ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ παροξυσμοῦ καὶ συνα­γωνισμοῦ ἦσαν οἱ πρωτοφανεῖς σὲ φιλοπαπισμὸ ἐνέργειες καὶ ἐκδη­λώσεις κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ νέου πάπα Βενεδίκτου στὸ Φανάρι στὶς 30 Νοεμβρίου τοῦ 2006, καὶ ἡ μετὰ ἀπὸ λίγες μόνο ἡμέρες ἐπίσκεψη τοῦ Χρι­στοδούλου στὸν πάπα τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους, παρὰ τὴν ἀπα­γόρευση ἐκ μέρους τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Πολλὲς ὀρθόδοξες συνειδήσεις εἶχαν πλέον ἐξεγερθῆ, διότι ἔβλεπαν ὅτι ὁ ὀλισθη­ρὸς δρόμος τοῦ Ἀθηναγόρου ὁδήγησε τὴν Ὀρθοδοξία στὸ χεῖλος τοῦ γκρε­μοῦ τῆς αἵρεσης καὶ τοῦ σχίσματος. Τὸ θέμα τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων φαινόταν ὡς ἐπιβεβλημένη λύση, ἀφοῦ πλέον ὁ Οἰκουμενισμὸς «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ἐκηρύσσετο λόγοις καὶ ἔργοις ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία.

Ἡ «Θεοδρομία» δὲν ἔπαυσε νὰ ἡγεῖται στὶς ἀντιδράσεις ἐναντίον αὐ­τῶν τῶν προκλητικῶν ἀνοιγμάτων ἀλλὰ καὶ νὰ προκαλεῖ τὴν μῆνιν, καὶ τὴν ὀργὴν τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἐπὶ δύο συνεχῆ ἔτη ὁ γράφων ὁριζόταν ἀπὸ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ ὡς ὁμιλητὴς στὶς ἐκδηλώσεις γιὰ τὸν Μ. Φώτιο, ποὺ ὀργανώνει κάθε χρόνο ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ συν­εργασία μὲ τὶς Θεολογικὲς Σχολές, καὶ ἡ Ἀθήνα ζητοῦσε ἀλλαγὴ τοῦ ὁμι­λητοῦ. Ἔφθασαν μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2008 νὰ ἀλλάξουν τὸ πρόγραμμα καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει ὁμιλητής, μόνο καὶ μόνο γιατὶ ἦταν ἀνεπιθύμητος ὁ γράφων. Ἡ σχετικὴ ἀλληλογραφία ὑπάρχει στὰ ἀρ­χεῖα τῆς Κοσμητείας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς.

Δὲν ὑστέρησε καὶ τὸ Φανάρι σὲ ἀντιδράσεις, ἰδιαίτερα μάλιστα μετὰ τὴν δημοσίευση στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» καὶ στὴν «Θεοδρομία» αὐστηρῆς κριτικῆς μου γιὰ τὴν συνάντηση στὸ Φανάρι πατριάρχου καὶ πάπα μὲ τίτλο «Συνάντηση Βαρθολομαίου καὶ Βενεδίκτου. Μακρὰν τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πα­τέρων»[8], ὅπως ἐπίσης καὶ μετὰ ἀπὸ αὐστηρὰ κείμενα Ἁγιορειτῶν Μοναχῶν, ἀκόμη καὶ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔπρεπε νὰ ἐκφοβισθοῦν οἱ ἀγωνιῶντες καὶ ἀγωνιζόμενοι μὲ λήψη μέτρων ἐναντίον κάποιων προσώπων. Ἤδη ἐνωρίτερα τὸν Μάιο τοῦ 1994 μὲ κατήργησε τὸ Φανάρι ἀπὸ μέλος τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν κατ᾽  ἀπαίτησιν τῶν Παπικῶν, λόγῳ τῆς συμβολῆς μου στὴν καταδίκη τῆς Οὐνίας στὸ Freising τοῦ Μονάχου τὸν Ἰούνιο τοῦ 1990, καὶ λόγῳ τῆς αὐστηρῆς κριτικῆς ποὺ ἤσκησα γιὰ τὴν ἀθώωση τῆς Οὐνίας μὲ τὶς ἀποφάσεις στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου τὸν Ιούνιο τοῦ 1993[9]. Τὸν Δεκέμ­βριο τοῦ 2007 «σεπτῇ ἐντολῇ» τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου ἐλάμβανα ἐπείγουσα ἐντολὴ «ὅπως ἄνευ καθυστερήσεως γνωρίσητε τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ Μητρόπολιν τινὰ ἐν Ἑλλάδι, εἰς ἣν τοῦτο θὰ ἀποστείλῃ τὸ ἀπολυτήριον τῆς ὑμετέρας Αἰδεσιμολογιότητος». Εἶχα προβλέψει τὸ 2003 ὅτι θὰ ψάχνω νὰ βρῶ θυσιαστήριο γιὰ νὰ ἱερουργῶ καὶ τὸ εἶχα γράψει στὴ «Θεοδρομία»[10]. Μὲ τὴν ἀπόλυσή μου ἀπὸ τὸ Φανάρι παρ᾽  ὀλίγο νὰ συνέβαινε καὶ αὐτό, ἂν δὲν βρισκόταν μητροπολίτης νὰ μὲ ἐγγράψει στοὺς κλη­ρικοὺς τῆς ἐπαρχίας του.

Ἴσως τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ Φαναρίου νὰ ἐνίσχυσαν ἐπὶ πλέον οἱ πληροφορίες ποὺ ἔλαβε ἀπὸ καλοθελητὰς ὅτι στὰ συνέδρια ποὺ ὀργανώθη­καν τὸ 2007 γιὰ τὴν 1600ὴ ἐπέτειο ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Θεσσαλονίκη καὶ μάλιστα στὸ Σικάγο, ἔδαφος ἐκ­κλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, παρουσίᾳ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, ἐτόλμησα ὁμιλήσας μὲ θέμα «Σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοὶ προβληματισμοὶ μὲ βάση τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», στὴν Ἀμερική, τὴν καρδιὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ παρουσιάσω ὡς ἀντι­πατερικὴ καὶ ὡς ἀν­τορθόδοξη τὴν συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὰ οἰκουμενιστικὰ δρώμενα[11].

Τὸ χειρότερο ὅλων, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διώξεις, τὶς ἀπειλὲς καὶ τὴν κατασυ­κοφάντηση τῶν ἀγώνων ἦταν, ὅτι ἐπιδιώχθηκε μὲ πιέσεις καὶ ἐπεμβάσεις, ἀκόμη καὶ πατριαρχῶν, πρὸς φίλα προσκειμένους καὶ τὰ αὐτὰ φρονοῦντας ἢ καιροσκοποῦντας καθηγητάς, ἐν ὄψει τῆς ἀποχωρήσεώς μου ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολή, λόγῳ συνταξιοδοτήσεως, νὰ μὴ προχωρήσουν ἐξελισσόμενοι σὲ ἀνώτερες βαθμίδες νέοι ἐπιστήμονες μαθηταί μου ἢ νὰ μὴ ἐκ­λεγοῦν σὲ νέες θέσεις πρόσωπα τῆς πατερικῆς γραμμῆς, ὥστε νὰ ὑποδου­λωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἡ ἀκαδημαϊκὴ Θεολογία στὸν Οἰκουμενισμό, πρᾶγμα ποὺ δυστυχῶς ἐν πολλοῖς ἐπισυνέβη. Ἤδη, ἐνῶ ἤμουν ἀκόμη ἐν ἐνεργείᾳ στὴ Θεολογικὴ Σχολή, πολλοὶ νεαροὶ μαθηταί μου, βλέποντες τὴν ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως, ἐνσωματώθηκαν στοὺς κρατοῦντες, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὶς προαγωγές τους· ἰσχύει γι᾽ αὐτοὺς τὸ παράπονο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ κάποιον μαθητή του, τὸν Δημᾶ, ποὺ προτίμησε τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὶς δυσκολίες τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. «Δημᾶς γὰρ με ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα, καὶ ἐπορεύθη εἰς Θεσσαλονίκην, Κρήσκης εἰς Γαλατίαν, Τίτος εἰς Δαλματίαν· Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ᾽ ἐμοῦ»[12]. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν πάντοτε καὶ οἱ Λουκάδες.

 

6. Τί μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ νέα δεκαετία μὲ τὸν νέο ἀρχιεπίσκοπο;

Ἔτσι περίπου σὲ γενικὲς γραμμὲς ἐπορεύθη ἡ «Θεοδρομία» κατὰ τὴν πρώτη της δεκαετία (1999-2008), ἐν μέσῳ παγίδων πολλῶν, ποὺ ἔκαναν δύσ­κολο τὸ δρόμο της, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσαν οὔτε νὰ διακόψουν οὔτε νὰ ἐκ­τρέψουν τὴν πορεία της στὸν εὔκολο, ἀλλὰ ὀλισθηρὸ δρόμο τοῦ Οἰκουμενι­σμοῦ. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μας ἐπίτευγμα, ἀλλὰ καρπὸς τῆς Θείας Χά­ριτος καὶ τῆς συναντιλήψεως καὶ μεσιτείας τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν Ἁγίων Πατέρων. Αὐτὴ ἡ σταθερότητα στὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως τελικῶς θὰ βοηθήσει καὶ ἄλλους ἀδελφούς μας, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, νὰ ἐπανέλθουν καὶ νὰ ξαναβροῦν τὸν ὀρθόδοξο δρόμο, μετὰ τὴν περιπλάνησή τους σὲ ξένες αὐλές. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση προσωπικὴ ἐκμυστήρευση καὶ ἐξομολόγηση κληρικοῦ τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε σὲ τελευταία μας συνάντηση: «Σᾶς συγχαίρω π. Θεόδωρε, ἐσᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ μείνατε σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Εἶσθε ἄξιοι τῆς κλήσεώς σας. Δυστυχῶς πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἐλακίσαμε (=τραπήκαμε σὲ φυγή)».

Στὴ νέα δεκαετία ποὺ ἄρχισε, μὲ νέο ἀρχιεπίσκοπο στὴν Ἀθήνα, ἔχει ἀλλάξει σημαντικὰ τὸ τοπίο, τουλάχιστον ὡς πρὸς τὶς ὁρμητικὲς οἰκουμενι­στικὲς πρωτοβουλίες καὶ τὴν κυριαρχικὴ ἐπιβολὴ ἐπὶ τῶν ἐπισκόπων, πολ­λοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν ἀρχίσει πλέον νὰ ἀντιδροῦν στὰ φιλοπαπικὰ καὶ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τῆς πρώην παραδοσιακῆς καὶ πατερικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ Φανάρι ἀκολουθώντας τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο τοῦ ᾽Αθηναγόρου βρίσκεται σχεδὸν στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ τῆς αἱρέσεως  καὶ τοῦ σχίσματος. Δὲν χρειάζεται ἡ Ἀθήνα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χέρι. Γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ συμπαρασυρθεῖ στὴν ἄβυσσο. Ἡ μόνη ἀ­σφαλὴς ὁδὸς εἶναι ἡ ὁδὸς τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποίαν πορευόμεθα «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», καὶ ὄχι ἑπόμενοι τῷ πάπᾳ καὶ τῷ ΠΣΕ(ΥΔΕΙ). Εἶναι βέβαια στενὴ καὶ τεθλιμμένη αὐτὴ ἡ ὁδός, ἀλλὰ ὁδηγεῖ στὴν ζωή· ἡ ἄλλη, ἡ εὐρύχωρη ὁδὸς τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀγαθῶν του, τοῦ ἐκκοσμι­κευμένου Βατικανοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια.

 

7. Εὐρύτερη ἡ προσφορὰ τῆς «Θεοδρομίας»

Ἡ προσφορὰ βέβαια τῆς «Θεοδρομίας» δὲν ἐξαντλεῖται στοὺς ἀγῶνες ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ εἶναι πολὺ εὐρύτερη. Ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ διαπιστώσει στὰ περιεχόμενα ὅλων τῶν τευχῶν της ὑπάρχουν ἐξαίρετες συμβολὲς σὲ ὅλους τοὺς κλάδους τῆς Θεολογίας καὶ σὲ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖες τὴν συναριθμοῦν μεταξὺ τῶν ἐγκύρων καὶ ἐγκρίτων περιοδικῶν στὸ χῶρο τῆς Θεολογίας, ὅ­πως φαίνεται ἤδη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν χρήσεων καὶ παραπομπῶν στὰ ἄρθρα της ἀπὸ τὸν ἔντυπο καὶ τὸν ἠλεκτρονικὸ τύπο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ εἰδικὲς ἐπι­στημονικὲς μελέτες. Μπορεῖ ἡ ὀρθόδοξη γραμμή της νὰ ἐνοχλεῖ κάποιους «ἀκαδημαϊκούς», ποὺ μὲ συκοφαντίες θέλουν νὰ μειώσουν τὸ ἐπίπεδο καὶ τὴν προσφορά της, πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουν ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλη­σίας καὶ τῆς Θεολογίας ὑποτιμήθηκαν καὶ περιφρονήθηκαν ὄχι οἱ αὐθεν­τικοὶ καὶ παραδοσιακοὶ Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ οἱ καινοτόμοι καὶ «προοδευτικοί». Οἱ τεχνολογοῦντες καὶ ἐπιστημολογοῦντες θεολόγοι τῶν γραφείων, μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ἔργα καὶ πράξη ζωῆς καὶ ὁμολογίας, θὰ ἔχουν τὴν τύχη τῆς ἀκάρπου συκῆς, μερικοὶ μάλιστα ἡδονοθηροῦντες καὶ δικαιολογοῦντες τὰ τοῦ κόσμου εἶναι κατὰ τὴν Ἐπιστολὴ Ἰούδα «νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι, δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα, κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς τὸν αἰῶνα τετήρηται»[13].



[1]. Ἀποκ. κεφ. 17 καὶ 18.

[2]. Χρυσοστόμου Β´, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, Τὰ Πεπραγμένα ἀπὸ 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθῆναι 1964, σελ. 13.

[3]. Αὐτόθι, σελ. 19-20.

[4]. Βλ. Θεοδρομία 4 (2002) 463ἑ.

[5]. Θεσσαλονίκη 2004.

[6]. Τεῦχος 1978, 1η Μαΐου 2009, σελ. 204. 

[7]. Βλ. τὸ ἄρθρο καὶ στὴ Θεοδρομία 7 (2005) 163-168.

[8]. Θεοδρομία 8 (2006)546-557.

[9]. Λεπτομέρειες γιὰ ὅλα αὐτὰ στό βιβλίο μου «Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση», Θεσσαλονίκη 2002.

[10]. Θεοδρομία 5 (2003) 282.

[11]. Βλ. τὴν εἰσήγηση στὴ Θεοδρομία 9 (2007) 404-441.

[12]. Β´ Τιμ. 4, 10.

[13]. Ἰούδα 12-13.



  


active³ 5.0 · IPS κατασκευή ιστοσελίδων · Όροι χρήσης