ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑΣ»
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
(1999-2008)
1. Ἀκλινεῖς σὲ θέματα πίστεως
Μὲ τὸ ἀνὰ χεῖρας τεῦχος ἡ «Θεοδρομία» εἰσέρχεται στὸ ἑνδέκατο ἔτος τῆς κυκλοφορίας της. ᾽Επέρασαν ἤδη δέκα ἔτη (1999-2008) ἀπὸ τότε
ποὺ παρουσιάζαμε στὸ πρῶτο της τεῦχος (Ἰανουάριος-Μάρτιος 1999), στὸ ἄρθρο τοῦ
ἐκδότου μὲ τίτλο «Στὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου», τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις, τὶς ἐλπίδες, καὶ τὶς προσδοκίες μας. Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ
πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅλων τῶν τάξεων, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, ἀκόμη
καὶ πολλῶν ὑψηλόβαθμων, ἀρχιεπισκόπων δηλαδὴ καὶ ἐπισκόπων, ὑπῆρξε θετικώτατη,
σχεδὸν ἐνθουσιώδης. Στοὺς διαφαινόμενους ἢ καὶ διαφανέντας δύσκολους καιρούς,
ἐκαλεῖτο νὰ ἐνισχύσει τὶς παραδοσιακὲς ὀρθόδοξες φωνές, ὅπως αὐτὴ τοῦ
«Ὀρθοδόξου Τύπου», νὰ ἐκφράσει «λόγον ἀληθείας καὶ παρρησίας»· μέσα στὴν σύγχυση καὶ στὴν θολούρα τῆς συγκρητιστικῆς Παγκοσμιοποίησης καὶ τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ἔπρεπε νὰ διασαφήσει τὰ ὅρια τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ ψεύδους, τῆς
αἱρέσεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας· νὰ μὴ χαθεῖ μέσα στὴ σύγχυση τοῦ πολυπολιτισμικοῦ
καὶ πολυθρησκευτικοῦ μοντέλου τῆς «Νέας Ἐποχῆς» τοῦ Ἀντιχρίστου ἡ ἀπλανὴς καὶ μόνη σωτήρια ὁδὸς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν ἐβάδισαν χωρὶς παρεκκλίσεις,
προσαρμογὲς καὶ ἐκπτώσεις οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ
Ὁμολογηταί.
Γνωρίζαμε ὅτι ὁ δρόμος δὲν ἦταν εὔκολος καὶ ὅτι μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ κατορθώναμε νὰ συνεχίσουμε τὴν πορεία μας. Γράφαμε στὸ πρῶτο ἐκεῖνο σημείωμα ὅτι «ἀταλάντευτο
κριτήριο καὶ ἀπαράβατη ἀρχὴ τοῦ περιοδικοῦ, θὰ εἶναι ἡ ἐμμονὴ εἰς τὰ τῆς
Ὀρθοδοξίας, εἰς τὰ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κίνηση μέσα εἰς τὰ ὅρια ποὺ οἱ
Ἅγιοι ἔθεσαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ περιοδικοῦ
μπορεῖ νὰ εἶναι οἱ ἁμαρτωλότεροι τῶν ἀνθρώπων, νὰ κατατρώγονται καὶ νὰ κατατυραννοῦνται ἀπὸ ποικίλα πάθη καὶ κακίες. Μὲ ταπείνωση καὶ συναίσθηση τῆς
ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, γιὰ τὴν ὁποία πάντοτε ὑπάρχει τὸ ἔλεος καὶ ἡ φιλανθρωπία
τοῦ Θεοῦ, θὰ παρουσιάζουν ὄχι τὴ δική τους ζωή, συνήγοροι τῶν παθῶν καὶ τῶν
ἀδυναμιῶν τους, ἀλλὰ τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων
τῶν Ἁγίων. Πρὸ παντὸς ὅμως θὰ φροντίσουν νὰ παραμείνουν ἀκλινεῖς, αὐστηροὶ καὶ ἀνυποχώρητοι σὲ θέματα πίστεως καὶ δόγματος, στὰ ὁποῖα ἂν παρεκκλίνει κανείς,
δὲν ὑπάρχει ἔλεος, συγχώρηση καὶ συγκατάβαση, ἀλλὰ σίγουρη ἀπώλεια τῆς
σωτηρίας. Ὁ ἁμαρτωλὸς συγχωρεῖται, ὁ αἱρετικὸς καταδικάζεται σὲ αἰώνια
ἀπώλεια. Ὁ πρῶτος μένει μέσα στὴν Ἐκκλησία, μετανοεῖ, ἐξομολογεῖται,
βελτιώνεται, σώζεται· ὁ δεύτερος μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ χάνεται».
2. Ὁ Ἀθηναγόρας ἀλλάσσει τὴν πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀντιδρᾶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Δὲν σκεπτόμασταν τότε ὅτι πολὺ γρήγορα θὰ καλούμασταν νὰ ἐνυλώσουμε σὲ πράξη ζωῆς αὐτές μας τὶς πεποιθήσεις, ὥστε νὰ μὴ μείνουν ἁπλῶς
«ἔπεα πτερόεντα». Καὶ δὲν τὸ σκεπτόμασταν, διότι μέχρι τότε ἡ Ἐκκλησία τῆς
Ἑλλάδος, τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν θεολογικῶν της δυνάμεων, ἦσαν
προσανατολισμένοι ὀρθόδοξα καὶ παραδοσιακά· μὲ δισταγμὸ καὶ ἐπιφυλακτικότητα
ἀντιμετώπιζαν τὰ τολμηρὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τοῦ Φαναρίου, μόνο καὶ μόνο
γιὰ νὰ στηρίζουν τὴν πολύπαθη καὶ μαρτυρικὴ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία, «κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος», ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ
πατριάρχου Ἀθηναγόρου μέχρι σήμερα παρεξέκλινε τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ συμπορεύεται μὲ τὴν «Βαβυλῶνα» τὴν μεγάλη, μεθύουσα μετὰ τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς
«ἐκ τοῦ οἴνου τῆς πορνείας αὐτῆς»[1], βραβεύουσα τοὺς μεθύοντας ἐκ τῶν ἀγαθῶν καὶ παθῶν τοῦ κόσμου καὶ βραβευομένη ὑπ᾽ αὐτῶν.
Ὁ ὄντως μεγάλος προκαθήμενος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας,
ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ Χατζησταύρου (1962-1967), διεπίστωσε καὶ ἔγραψε ὅτι μὲ τὰ ἀνοίγματα τοῦ Ἀθηναγόρου πρὸς τὸν πάπα «ἄρχεται μία περίεργος ἐξέλιξις ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ἡμῶν πράγμασιν,
ἀληθῶς ἱστορική, ἥτις ἄδηλον εἶναι ποῦ θὰ ὁδηγήσει εἰς τὸ μέλλον»[2]. Μὲ ἀπόφαση τῆς
Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1963 τοῦ ἐπεσήμανε συνοδικῶς ὅτι
βάσει τῶν Ἱερῶν Κανόνων κανένας προκαθήμενος δὲν πρέπει νὰ ἀποφασίζει
αὐθαίρετα ὡς μονοκράτωρ γιὰ θέματα πίστεως καὶ ὅτι, ἂν ἄκουγε τὶς συνετὲς ἀντίθετες πρὸς τὶς δικές του θέσεις τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θὰ ἀπέφευγε νὰ «ἀκολουθήσῃ τὴν ἣν ἐν προκειμένῳ
ἠκολούθησεν ὀλισθηρὰν ὁδόν»[3].
Μὲ βαριὰ καρδιὰ οἱ διάδοχοι τοῦ Χρυσοστόμου Β´
ἀκολούθησαν τὸ Φανάρι, φρενάροντας καὶ συγκρατώντας το ἀπὸ τὰ ὀλισθήματα,
μέχρι καὶ τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν συμμερίσθηκε
ἐπὶ δεκαετίες τὴν οἰκουμενιστικὴ ἐκτροπὴ τοῦ Φαναρίου· πολλὲς καὶ ἰσχυρὲς φωνὲς ἱεραρχῶν καὶ θεολόγων συνιστοῦσαν τὴν διακοπὴ τῶν ἀνωφελῶν διαλόγων πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τὴν ἀποχώρησή μας ἀπὸ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
Ἔφθασαν μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου τριὰς ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν ἀρχιερέων
(Παραμυθίας Παῦλος, Φλωρίνης Αὐγουστῖνος καὶ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος), ὡς καὶ σύνολο τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο
τοῦ Ἀθηναγόρου κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν.
3. Νέος Ἀθηναγόρας καὶ ὄχι νέος Χρυσόστομος ὁ
Χριστόδουλος
Δυστυχῶς ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἀθηναγόρας στὴν Κωνσταντινούπολη
ἐπεχείρησε νὰ τὸ κάνει στὴν Ἀθήνα ὁ διαδεχθεὶς τὸν Σεραφείμ, ὀλίγον πρὸ τῆς ἐκδόσεως
τῆς «Θεοδρομίας» (1998), ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ὁ ἀπὸ Δημητριάδος. Πενήντα
ἔτη μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀθηναγόρου ὡς πατριάρχου (1948), κατὰ τὴν διάρκεια τῶν
ὁποίων ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπέφυγε τὰ γοητευτικὰ κηρύγματα τοῦ Φαναρίου,
ἕνας νέος Ἀθηναγόρας, ἐξ ἴσου χαρισματικὸς καὶ γοητευτικός, θὰ ἐπιχειροῦσε νὰ βάλει τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στὸν μέχρι τότε θεωρούμενο ὀλισθηρὸ δρόμο τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Ἐπρόκειτο ὄντως περὶ χαρισματικοῦ καὶ ταλαντούχου ἀρχιερέως,
ρητορικοῦ καὶ γλυκύτατου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὶς προσδοκίες πολλῶν, καὶ τοῦ
γράφοντος, ἐπρόκειτο νὰ γράψει χρυσὲς σελίδες στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας
γενικῶς. Συνήγειρε ἀμέσως μὲ τὴν ζωντάνια καὶ τὴν θέρμη τοῦ λόγου του τὸν λαὸ καὶ μὲ τὶς περίφημες λαοσυνάξεις γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος
στὶς ταυτότητες ἔδειξε ὅτι διαθέτει ἰσχυρὰ λαϊκὰ ἐρείσματα, ὅτι ἔχει δύναμη
ἐντυπωσιακή, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἐπ᾽ ὠφελείᾳ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους. Τριάμισυ ἑκατομμύρια ὑπογραφῶν (3.500.000) ἦταν σπάνιο κατόρθωμα
στὰ χέρια ἐκκλησιαστικοῦ ἡγέτου. Αὐτὸ ἐθύμιζε ἐποχὲς μεγάλων Πατέρων, ὡς πρὸς τὴν ἀπήχηση στὸν λαό, ὅπως π.χ. τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἦταν χρυσῆ
εὐκαιρία νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ Χριστόδουλος σὲ νέο Χρυσόστομο, σὲ ὄντως δοῦλο
Χριστοῦ, προχωρώντας, ὅπως ὁ Χρυσορρήμων πατήρ, στὴν κάθαρση τοῦ ἱεροῦ κλήρου
ἀπὸ ἀναξίους καὶ ἠθικὰ διαβεβλημένους κληρικούς, ἐπιβάλλοντας μὲ τὸ δικό του
προσωπικὸ παράδειγμα καὶ μὲ σχετικὲς ἀποφάσεις τὴν λιτοδίαιτη ἀσκητικὴ ζωὴ στοὺς κληρικοὺς καὶ ἐκδιώκοντας τὴν χλιδή, τὴν τρυφὴ καὶ τὴν πολυτέλεια·
ἀπέναντι δὲ στοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς «Νέας Ἐποχῆς», στὴν ἀρχὴ μάλιστα τῆς τρίτης χιλιετίας, ποὺ σχεδιάζουν καὶ κάνουν ὅ,τι θέλουν,
ὑποχρεώνοντας ἢ δελεάζοντας καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες νὰ ἐνταχθοῦν στοὺς σχεδιασμούς, νὰ ὀρθώσει ἀνυποχώρητο, ὑψηλό, εὐθυτενές, ἄκαμπτο, ἀσυμβίβαστο,
θριαμβευτικό, τὸ ὑγιὲς φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς, νὰ ἐκφωνήσει
βροντόφωνα καὶ δυνατὰ στοὺς ἄρχοντες τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ ΠΣΕ(ΥΔΟΥΣ), ποὺ διέστρεψαν τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια καὶ οὔτε οἱ ἴδιοι
σώζονται οὔτε τοὺς ἄλλους ἀφήνουν νὰ σωθοῦν, τὰ «οὐαὶ ὑμῖν Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταὶ» τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸ «οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον» τοῦ
Χρυσοστόμου.
Ὅμως, ὄχι μόνον δὲν ἔπραξε αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει,
διαψεύδοντας τὶς προσδοκίες πολλῶν, ἀλλὰ ἀντίθετα χρησιμοποίησε τὰ χαρίσματα
τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δύναμη ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ λαός, πρὸς τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη
κατεύθυνση. Ἀντὶ νὰ γίνει ἡ κάθαρση τοῦ κλήρου, αὐξήθηκαν καὶ καλύφθηκαν οἱ
διεφθαρμένοι καὶ οἱ σκανδαλοποιοί. Ἔσπασαν ρεκὸρ ἡ ἐκκοσμίκευση, ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ πολυτέλεια στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 2005 ἡ ἀποκάλυψη
ἐκκλησιαστικῶν σκανδάλων ἐτραυμάτισε σοβαρὰ τὸ λαοφιλὲς πρόσωπο τοῦ
ἀρχιεπισκόπου καὶ ἐκλόνισε τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία.
Ἀκόμη καὶ τὸ σκάνδαλο τῆς Μονῆς Βατοπεδίου καὶ ἡ φυλάκιση γιὰ πρώτη φορὰ ἑνὸς ἐπισκόπου γιὰ ποινικὰ ἀδικήματα ἐντάσσονται στὸ νοσηρὸ ἐκκλησιαστικὸ κλῖμα ποὺ ἐπεκράτησε κατὰ τὴν δεκαετία τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς θητείας τοῦ Χριστοδούλου
(1998-2008). Στὸ ὄνομα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἐπιχειρήθηκαν λειτουργικὲς ἀλλαγὲς καὶ ἀνανεώσεις, μέχρι καὶ μεταφράσεις τῶν βιβλικῶν κειμένων, εὐχῶν καὶ ὕμνων
μέσα στὴ λατρεία. Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων αὐτῶν, ἡ χειρότερη ἐξέλιξη, τὸ χειρότερο κατόρθωμα τῆς δεκαετίας τοῦ Χριστοδούλου ἦταν τὸ ἄνοιγμα τῶν θυρῶν
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ἦταν μέχρι τότε κλειστές, στὸν πάπα καὶ στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Γιὰ πρώτη φορὰ ὁ πάπας ἐπισκέπτεται, τιμώμενος
καὶ ἐκκλησιαστικά, τὴν Ἑλλάδα τὸν Μάιο τοῦ 2001. Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος φιλοξενεῖ Ἱεραποστολικὸ Συνέδριο τοῦ ΠΣΕ(ΥΔΟΥΣ) τὸ 2005.
4. Στὸ στίβο τῶν ἀγώνων καὶ τῶν διωγμῶν ἡ «Θεοδρομία»
κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ Χριστοδούλου.
Σὲ διάφορα ἄρθρα μας στὴν «Θεοδρομία» ἐπισημάναμε καὶ ἐπικρίναμε καὶ πολλὲς ἄλλες παρόμοιες πρωτιὲς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.
Εἶναι πάντως εὐνόητο ὅτι, ἐπειδὴ ἡ δεκαετία τοῦ Χριστοδούλου συμπίπτει μὲ τὴν δεκαετία τῆς «Θεοδρομίας», οἱ σελίδες τῶν δέκα τόμων της μαζὶ μὲ ἄλλες
θεολογικὲς ἑνότητες, ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας,
ἀφιερώνουν πολὺ χῶρο στὶς σχετικὲς ἐκτιμήσεις ἀλλὰ καὶ στὶς σχετικὲς ἐνέργειες
ποὺ κάναμε, ἀντιδρώντας καὶ ἀντιστεκόμενοι στὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων τῆς
Πίστεως. Δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ συνθέσουμε τὰ εἰς τὸν τομέα αὐτὸ πεπραγμένα τῆς
«Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν». Ἁπλῶς ἐπιθυμοῦμε νὰ καταστήσουμε ἐμφανὲς ὅτι ὁ
δρόμος τῆς «Θεοδρομίας», ὅπως γράφουμε καὶ εἰς τὸν τίτλο ἦταν δύσκολος κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς δεκαετίας.
Παρὰ λίγο ἡ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν Λειτουργικὴ Ἀνανέωση νὰ μᾶς ἔστελνε σὲ συνοδικὸ δικαστήριο, σὲ ἱεροδικεῖο, γιατὶ ἐπικρίναμε
μὲ ἄρθρο μας τὸν «Νεοβαρλααμισμὸ τῆς Λειτουργικῆς Ἀνανέωσης»[4], κυρίως ὅμως
γιατὶ συγκαλέσαμε στὴ Θεσσαλονίκη μεγάλο συνέδριο ἀπὸ 27 Φεβρουαρίου - 1
Μαρτίου τοῦ 2002 μὲ τίτλο: «Τὸ μεγαλεῖο
τῆς Θείας Λατρείας. Παράδοση ἢ Ἀνανέωση;», στὸ ὁποῖο εἰδικοὶ καὶ ἐμβριθεῖς
εἰσηγηταὶ παρουσίασαν τοὺς κινδύνους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν δυτικῆς
προελεύσεως μὲ παπικὴ καὶ προτεσταντικὴ σφραγίδα λειτουργικὴ καὶ καταστροφικὴ κίνηση. Ἦταν τόσος ὁ πανικὸς ποὺ προκάλεσε αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, ὥστε ἐξ Ἀθηνῶν
δινόταν ἡ ἐντολὴ σὲ ὅμορες μητροπόλεις νὰ μὴ ἐπιτρέψουν σὲ κληρικοὺς νὰ παρακολουθήσουν τὸ Συνέδριο, τοῦ ὁποίου τὰ θαυμάσια «Πρακτικὰ» καταλαμβάνουν
τὰ τρία τεύχη τοῦ τόμου Δ´ τῆς Θεοδρομίας τοῦ 2002. Ὑποστήκαμε, χωρὶς νὰ ἀπαντήσουμε, ἕνα ὑβριστικὸ καὶ ἄδικο ἐναντίον μας ξέσπασμα τοῦ προέδρου τῆς
σχετικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς, μητροπολίτου Καισαριανῆς Δανιήλ, μέσα στὶς στῆλες τοῦ ἐπισήμου περιοδικοῦ «Ἐκκλησία». Ἦταν τόσο κραυγαλέως ἄδικη αὐτὴ ἡ
ἐπίθεση, ὥστε νὰ ἀγανακτήσουν πολλοὶ γιὰ τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῶν τότε ἐξουσιαστῶν
τῆς ὁμάδος Χριστοδούλου, ποὺ δὲν περιορίσθηκε βέβαια μόνον στὴν ἐναντίον μας
ἐπίθεση, ὥστε ἄγνωστός μας δικαστικὸς λειτουργὸς νὰ ἀναλάβει αὐτόκλητα τὴν δικαίωση καὶ ὑπεράσπισή μας.
Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Δωδεκαθεϊστῶν, ποὺ μὲ ἐξώδικες κλήσεις, καὶ πρὸς ἐμᾶς καὶ πρὸς τὸν πρύτανι τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
προσπαθοῦσαν μὲ ἀπειλὲς καὶ πιέσεις νὰ ματαιώσουν τὴ σύγκληση τοῦ συνεδρίου ποὺ συγκαλέσαμε καὶ πραγματοποιήσαμε στὴν Μεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου
τὸν Μάιο τοῦ 2003 μὲ τίτλο: «Φαινόμενα
Νεοειδωλολατρίας - Δωδεκαθεϊσμὸς - Ὑποτίμηση τῆς Π. Διαθήκης - Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες», τοῦ ὁποίου ἐπίσης τὰ Πρακτικὰ ἐκυκλοφορήθησαν ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῆς «Θεοδρομίας»[5]. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Συνεδρίου ὀργανωμένοι Δωδεκαθεϊστὲς προσπάθησαν μὲ φωνασκίες
καὶ παρεμβάσεις νὰ παρεμποδίσουν τὶς ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου. Καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ καλοκαιριοῦ τοῦ 2003 ὁ γνωστὸς δημοσιογράφος Σπ. Καρατζαφέρης
ἔβγαζε σὲ ἐπαναλαμβανόμενη ἐκπομπή του τὸν γράφοντα στὶς ὀθόνες τῆς τηλεοράσεως
μὲ ἀρνητικὰ σχόλια, γιατὶ τελικῶς, μέλη τοῦ Συνεδρίου ἀντέδρασαν καὶ ἐξεδίωξαν
τοὺς ταραχοποιοὺς καὶ δὲν τοὺς ἄφησαν νὰ διαλύσουν τὸ Συνέδριο· πρὸς ἐκείνη τὴν πλευρὰ ὁ φακὸς τοῦ Καρατζαφέρη δὲν ἔρριξε οὔτε φευγαλέα ματιά, καὶ ὁ λόγος
του ἦταν πικρὸς μόνον γιὰ τοὺς ἀντιδράσαντας στὴν ἀντίδραση αὐθορμήτως καὶ ἐν
ἀγανακτήσει, χωρὶς καμμία παρακίνηση.
Οἱ ἀγῶνες πολλῶν ἀνησυχούντων πιστῶν, ποὺ ἐκδηλώθηκαν
συγκινητικὰ καὶ ἐπαινετὰ μὲ ποικίλους τρόπους κατὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπίσκεψης τοῦ πάπα στὴν Ἀθήνα τὸν Μάιο τοῦ 2001, μὲ τὴ συμμετοχὴ τότε καὶ πολλῶν ἀρχιερέων, ποὺ τολμοῦσαν ἀκόμη καὶ νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ ἀντιδροῦν -γιατὶ σὲ λίγο θὰ σιωποῦσαν ὅλοι-, ὡς καὶ μεγάλης ὁμάδος Ἁγιορειτῶν
ἡγουμένων, καθρεπτίζονται ἐπίσης μέσα στὰ τεύχη τῆς «Θεοδρομίας» τοῦ ἔτους
2001. Σὲ λίγο αὐτὴ ἡ ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
προσέλαβε καὶ πανεπιστημιακὴ ἀκαδημαϊκὴ ἔκφραση μὲ τὸ μεγαλειῶδες καὶ ἱστορικὸ ὄντως συνέδριο ποὺ ὀργάνωσαν ἀπὸ κοινοῦ τὸ «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς
Θεολογίας» τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ καὶ ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ 20-24 Σεπτεμβρίου τοῦ 2004, στὴ Μεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μὲ τίτλο: «Οἰκουμενισμός,
Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις». Ἑξήντα περίπου εἰσηγηταὶ ἀπὸ πολλὲς ὀρθόδοξες
αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες καὶ ὀρθόδοξες Θεολογικὲς Σχολὲς παρουσίασαν τὴν ἱστορία
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὰ κίνητρα τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ ἰδιαίτερα τὶς διαβρωτικὲς καὶ ἀλλοτριωτικές του ἐπιδράσεις. Τώρα ὅλα αὐτὰ φαίνονται στὴν ἔκδοση τῶν Πρακτικῶν τοῦ Συνεδρίου σὲ δύο ὀγκώδεις καλαίσθητους τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Θεοδρομία», ποὺ χαιρετίσθηκε ὡς ἐκδοτικὸ γεγονὸς μεγάλης σημασίας
γιὰ τὴν ἀναστολὴ τῆς πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μεταξὺ ἄλλων ἐπαινετικῶν χαρακτηρισμῶν
γιὰ τὰ «Πρακτικὰ» αὐτοῦ τοῦ σημαντικοῦ Συνεδρίου τὸ περιοδικὸ «Ὁ Σωτήρ» γράφει
σὲ σχόλιό του ὅτι «ἀποτελεῖ ἐκδοτικὸ ἄθλο
ἡ κυκλοφορία τῶν δύο τόμων (Α´ καὶ Β´) τῶν Πρακτικῶν τοῦ σπουδαιοτάτου καὶ ὄντως ἱστορικοῦ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου» καὶ ὅτι ἐπίσης «Τὸ περιεχόμενο ὅλων τῶν εἰσηγήσεων
ἀπαρτίζει καὶ μιὰ ὀρθόδοξη θεολογικὴ ἐγκυκλοπαίδεια ἀπαραίτητη σ᾽ ὅσους
ἀσχολοῦνται μὲ τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ἀλλὰ καὶ πολὺ προσιτὴ στὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ»[6].
5. Κορυφώνονται τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα. Ἐντείνονται
οἱ διώξεις ἀπὸ Φανάρι καὶ Ἀθήνα
Ὅλη αὐτὴ ἡ δραστηριότης τῶν ὑπευθύνων τῆς «Θεοδρομίας»
παρόργισε τοὺς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸ Φανάρι καὶ στὴν Ἀθήνα. Μὲ ἀφορμὴ ἕνα ἄρθρο τοῦ γράφοντος μὲ τίτλο «Οἱ
Ἁγιοταφίτες δείχνουν τὸ δρόμο στοὺς Ἑλλαδίτες Ἀρχιερεῖς», ποὺ δημοσιεύθηκε
στὶς ἐφημερίδες «Ἀπογευματινὴ» καὶ «Ὀρθόδοξος Τύπος» τῶν Ἀθηνῶν, ἀσκήθηκε
δίωξη ἐναντίον μου. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ συνιστοῦσα στοὺς Ἑλλαδίτες ἐπισκόπους νὰ ἀναλάβουν τὶς εὐθύνες τους μπροστὰ στὸ σκηνικὸ τῶν σκανδάλων, ποὺ ἐπὶ δύο
συνεχῆ ἔτη (2004, 2005), γύρω ἀπὸ τὴν ὑπόθεση Βαβύλη, ἐξευτέλιζε τὴν Ἁγία
Ἱερωσύνη καὶ ἔδινε ὅπλα στοὺς ἐκκλησιομάχους[7]. Παραπέμφθηκα ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο τὸν Ἰούνιο τοῦ 2005 σὲ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς καθαιρέσεως καὶ μοῦ ἀπαγορεύθηκε προσωρινὰ τὸ ἱεροπρακτεῖν,
σιωπῶντος καὶ μᾶλλον ἐπευλογοῦντος τοῦ Φαναρίου σὲ μία ἄδικη καὶ ἀντικανονικὴ δίωξη ἐναντίον κληρικοῦ τῆς δικῆς του δικαιοδοσίας. Ἐπεδίωξαν μὲ τὴν ἐνέργεια
αὐτὴ νὰ ἀποδυναμώσουν τὸ στρατόπεδο τῶν ἀγωνιζομένων ἐναντίον τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο προκλητικὰ καὶ πάλι συνέχιζαν νὰ ἐνισχύουν μὲ τὴν σύγκληση καὶ φιλοξενία γιὰ πρώτη φορὰ Ἱεραποστολικοῦ Συνεδρίου στὴν Ἀθήνα, τὸν μῆνα Μάιο τοῦ 2005. Τὸν Μάιο, λοιπόν, τοῦ 2005 ὑποδεχθήκαμε τὸ «Παγκόσμιο
Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», μὲ θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀντιδράσεις ὑπὸ τὴν μορφὴ θεολογικῶν ἡμερίδων, ποὺ ὀργάνωσε ἡ Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν τὸν ἴδιο
μῆνα στὴν Ἀθήνα σὲ συνεργασία μὲ τὴν «Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων» καὶ στὴν Θεσσαλονίκη σὲ συνεργασία μὲ τὴν «Ἕνωση Θεολόγων Βορείου Ἑλλάδος».
Εἶχε μεσολαβήσει ἐν τῷ μεταξύ, κατὰ τὸ 2004, ἡ σύγκρουση
μεταξὺ Βαρθολομαίου καὶ Χριστοδούλου γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας
στὶς λεγόμενες «Νέες Χῶρες». Ἡ «Θεοδρομία» δὲν παρέλειψε νὰ τονίσει ὅτι θὰ προτιμοῦσε ἡ διένεξη νὰ μὴν ἀφορᾶ θρόνους, δικαιοδοσίες καὶ ἐξουσίες, ἀλλὰ ἐποικοδομητικὴ ἀντίθεση σὲ θέματα πίστεως, στὸ σταμάτημα τῆς διαβρωτικῆς
πορείας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στοὺς χώρους τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὸ θέμα ὅμως
αὐτὸ ἡ Ἀθήνα ὄχι μόνο συνοδοιποροῦσε, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ προέτρεχε τοῦ
Φαναρίου.
Ἀποκορύφωμα ὅλου αὐτοῦ τοῦ οἰκουμενιστικοῦ παροξυσμοῦ καὶ συναγωνισμοῦ ἦσαν οἱ πρωτοφανεῖς σὲ φιλοπαπισμὸ ἐνέργειες καὶ ἐκδηλώσεις κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ νέου πάπα Βενεδίκτου στὸ Φανάρι στὶς 30 Νοεμβρίου τοῦ 2006,
καὶ ἡ μετὰ ἀπὸ λίγες μόνο ἡμέρες ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοδούλου στὸν πάπα τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἰδίου ἔτους, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση ἐκ μέρους τῆς Ἱεραρχίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Πολλὲς ὀρθόδοξες συνειδήσεις εἶχαν πλέον ἐξεγερθῆ,
διότι ἔβλεπαν ὅτι ὁ ὀλισθηρὸς δρόμος τοῦ Ἀθηναγόρου ὁδήγησε τὴν Ὀρθοδοξία στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ τῆς αἵρεσης καὶ τοῦ σχίσματος. Τὸ θέμα τῆς διακοπῆς τοῦ
μνημοσύνου τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων φαινόταν ὡς ἐπιβεβλημένη λύση, ἀφοῦ
πλέον ὁ Οἰκουμενισμὸς «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»
ἐκηρύσσετο λόγοις καὶ ἔργοις ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία.
Ἡ «Θεοδρομία» δὲν ἔπαυσε νὰ ἡγεῖται στὶς ἀντιδράσεις
ἐναντίον αὐτῶν τῶν προκλητικῶν ἀνοιγμάτων ἀλλὰ καὶ νὰ προκαλεῖ τὴν μῆνιν, καὶ τὴν ὀργὴν τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἐπὶ δύο συνεχῆ ἔτη ὁ γράφων ὁριζόταν ἀπὸ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ ὡς ὁμιλητὴς στὶς ἐκδηλώσεις γιὰ τὸν Μ. Φώτιο, ποὺ ὀργανώνει
κάθε χρόνο ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ συνεργασία μὲ τὶς Θεολογικὲς Σχολές, καὶ ἡ Ἀθήνα ζητοῦσε ἀλλαγὴ τοῦ ὁμιλητοῦ. Ἔφθασαν μάλιστα
μέχρι τοῦ σημείου τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2008 νὰ ἀλλάξουν τὸ πρόγραμμα καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει ὁμιλητής, μόνο καὶ μόνο γιατὶ ἦταν ἀνεπιθύμητος ὁ γράφων. Ἡ σχετικὴ ἀλληλογραφία ὑπάρχει στὰ ἀρχεῖα τῆς Κοσμητείας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς.
Δὲν ὑστέρησε καὶ τὸ Φανάρι σὲ ἀντιδράσεις, ἰδιαίτερα μάλιστα
μετὰ τὴν δημοσίευση στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» καὶ στὴν «Θεοδρομία» αὐστηρῆς κριτικῆς
μου γιὰ τὴν συνάντηση στὸ Φανάρι πατριάρχου καὶ πάπα μὲ τίτλο «Συνάντηση Βαρθολομαίου καὶ Βενεδίκτου.
Μακρὰν τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων»[8], ὅπως ἐπίσης καὶ μετὰ ἀπὸ αὐστηρὰ κείμενα Ἁγιορειτῶν
Μοναχῶν, ἀκόμη καὶ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔπρεπε νὰ ἐκφοβισθοῦν
οἱ ἀγωνιῶντες καὶ ἀγωνιζόμενοι μὲ λήψη μέτρων ἐναντίον κάποιων προσώπων. Ἤδη
ἐνωρίτερα τὸν Μάιο τοῦ 1994 μὲ κατήργησε τὸ Φανάρι ἀπὸ μέλος τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς
Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν κατ᾽ ἀπαίτησιν τῶν
Παπικῶν, λόγῳ τῆς συμβολῆς μου στὴν καταδίκη τῆς Οὐνίας στὸ Freising τοῦ Μονάχου τὸν Ἰούνιο τοῦ 1990, καὶ λόγῳ τῆς αὐστηρῆς κριτικῆς ποὺ ἤσκησα γιὰ τὴν ἀθώωση τῆς
Οὐνίας μὲ τὶς ἀποφάσεις στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου τὸν Ιούνιο τοῦ 1993[9]. Τὸν Δεκέμβριο
τοῦ 2007 «σεπτῇ ἐντολῇ» τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου ἐλάμβανα ἐπείγουσα ἐντολὴ «ὅπως ἄνευ καθυστερήσεως γνωρίσητε τῷ
Οἰκουμενικῷ Πατριαρχείῳ Μητρόπολιν τινὰ ἐν Ἑλλάδι, εἰς ἣν τοῦτο θὰ ἀποστείλῃ τὸ ἀπολυτήριον τῆς ὑμετέρας Αἰδεσιμολογιότητος». Εἶχα προβλέψει τὸ 2003 ὅτι θὰ ψάχνω νὰ βρῶ θυσιαστήριο γιὰ νὰ ἱερουργῶ καὶ τὸ εἶχα γράψει στὴ «Θεοδρομία»[10]. Μὲ τὴν ἀπόλυσή μου ἀπὸ τὸ Φανάρι παρ᾽ ὀλίγο νὰ συνέβαινε καὶ αὐτό, ἂν δὲν βρισκόταν μητροπολίτης
νὰ μὲ ἐγγράψει στοὺς κληρικοὺς τῆς ἐπαρχίας του.
Ἴσως τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ Φαναρίου νὰ ἐνίσχυσαν ἐπὶ πλέον
οἱ πληροφορίες ποὺ ἔλαβε ἀπὸ καλοθελητὰς ὅτι στὰ συνέδρια ποὺ ὀργανώθηκαν τὸ 2007 γιὰ τὴν 1600ὴ ἐπέτειο ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
στὴν Θεσσαλονίκη καὶ μάλιστα στὸ Σικάγο, ἔδαφος ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, παρουσίᾳ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, ἐτόλμησα ὁμιλήσας μὲ θέμα «Σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοὶ προβληματισμοὶ μὲ βάση τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», στὴν Ἀμερική, τὴν καρδιὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ παρουσιάσω ὡς ἀντιπατερικὴ καὶ ὡς ἀντορθόδοξη
τὴν συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὰ οἰκουμενιστικὰ δρώμενα[11].
Τὸ χειρότερο ὅλων, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διώξεις, τὶς ἀπειλὲς καὶ τὴν κατασυκοφάντηση τῶν ἀγώνων ἦταν, ὅτι ἐπιδιώχθηκε μὲ πιέσεις καὶ ἐπεμβάσεις, ἀκόμη καὶ πατριαρχῶν, πρὸς φίλα προσκειμένους καὶ τὰ αὐτὰ φρονοῦντας ἢ καιροσκοποῦντας καθηγητάς, ἐν ὄψει τῆς ἀποχωρήσεώς μου ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολή, λόγῳ συνταξιοδοτήσεως, νὰ μὴ προχωρήσουν ἐξελισσόμενοι σὲ ἀνώτερες βαθμίδες νέοι ἐπιστήμονες μαθηταί μου ἢ νὰ μὴ ἐκλεγοῦν σὲ νέες θέσεις
πρόσωπα τῆς πατερικῆς γραμμῆς, ὥστε νὰ ὑποδουλωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἡ ἀκαδημαϊκὴ Θεολογία στὸν Οἰκουμενισμό, πρᾶγμα ποὺ δυστυχῶς ἐν πολλοῖς ἐπισυνέβη. Ἤδη, ἐνῶ
ἤμουν ἀκόμη ἐν ἐνεργείᾳ στὴ Θεολογικὴ Σχολή, πολλοὶ νεαροὶ μαθηταί μου,
βλέποντες τὴν ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως, ἐνσωματώθηκαν στοὺς κρατοῦντες, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὶς προαγωγές τους· ἰσχύει γι᾽ αὐτοὺς τὸ παράπονο τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου γιὰ κάποιον μαθητή του, τὸν Δημᾶ, ποὺ προτίμησε τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὶς δυσκολίες τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. «Δημᾶς
γὰρ με ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τὸν νῦν αἰῶνα, καὶ ἐπορεύθη εἰς Θεσσαλονίκην,
Κρήσκης εἰς Γαλατίαν, Τίτος εἰς Δαλματίαν· Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ᾽ ἐμοῦ»[12]. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν πάντοτε καὶ οἱ Λουκάδες.
6. Τί μᾶς ἐπιφυλάσσει ἡ νέα δεκαετία μὲ τὸν νέο
ἀρχιεπίσκοπο;
Ἔτσι περίπου σὲ γενικὲς γραμμὲς ἐπορεύθη ἡ «Θεοδρομία»
κατὰ τὴν πρώτη της δεκαετία (1999-2008), ἐν μέσῳ παγίδων πολλῶν, ποὺ ἔκαναν δύσκολο
τὸ δρόμο της, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσαν οὔτε νὰ διακόψουν οὔτε νὰ ἐκτρέψουν τὴν πορεία της στὸν εὔκολο, ἀλλὰ ὀλισθηρὸ δρόμο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι δικό μας ἐπίτευγμα, ἀλλὰ καρπὸς τῆς Θείας Χάριτος καὶ τῆς συναντιλήψεως
καὶ μεσιτείας τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν Ἁγίων Πατέρων. Αὐτὴ ἡ σταθερότητα
στὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως τελικῶς θὰ βοηθήσει καὶ ἄλλους ἀδελφούς μας,
κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, νὰ ἐπανέλθουν καὶ νὰ ξαναβροῦν τὸν ὀρθόδοξο δρόμο, μετὰ τὴν περιπλάνησή τους σὲ ξένες αὐλές. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση προσωπικὴ ἐκμυστήρευση
καὶ ἐξομολόγηση κληρικοῦ τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε σὲ τελευταία μας
συνάντηση: «Σᾶς συγχαίρω π. Θεόδωρε, ἐσᾶς
καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ μείνατε σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι στὴν Ὀρθόδοξη
Πίστη. Εἶσθε ἄξιοι τῆς κλήσεώς σας. Δυστυχῶς πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἐλακίσαμε (=τραπήκαμε
σὲ φυγή)».
Στὴ νέα δεκαετία ποὺ ἄρχισε, μὲ νέο ἀρχιεπίσκοπο στὴν Ἀθήνα, ἔχει ἀλλάξει σημαντικὰ τὸ τοπίο, τουλάχιστον ὡς πρὸς τὶς ὁρμητικὲς οἰκουμενιστικὲς πρωτοβουλίες καὶ τὴν κυριαρχικὴ ἐπιβολὴ ἐπὶ τῶν ἐπισκόπων, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔχουν ἀρχίσει πλέον νὰ ἀντιδροῦν στὰ φιλοπαπικὰ καὶ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τῆς πρώην παραδοσιακῆς καὶ πατερικῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος. Τὸ Φανάρι ἀκολουθώντας τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο τοῦ ᾽Αθηναγόρου βρίσκεται
σχεδὸν στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ τῆς αἱρέσεως
καὶ τοῦ σχίσματος. Δὲν χρειάζεται ἡ Ἀθήνα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χέρι. Γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ συμπαρασυρθεῖ στὴν ἄβυσσο. Ἡ μόνη ἀσφαλὴς ὁδὸς εἶναι ἡ
ὁδὸς τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποίαν πορευόμεθα «ἑπόμενοι
τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», καὶ ὄχι ἑπόμενοι τῷ πάπᾳ καὶ τῷ ΠΣΕ(ΥΔΕΙ). Εἶναι βέβαια
στενὴ καὶ τεθλιμμένη αὐτὴ ἡ ὁδός, ἀλλὰ ὁδηγεῖ στὴν ζωή· ἡ ἄλλη, ἡ εὐρύχωρη ὁδὸς τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἀγαθῶν του, τοῦ ἐκκοσμικευμένου Βατικανοῦ καὶ τοῦ
Προτεσταντισμοῦ, ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια.
7. Εὐρύτερη ἡ προσφορὰ τῆς «Θεοδρομίας»
Ἡ προσφορὰ βέβαια τῆς «Θεοδρομίας» δὲν ἐξαντλεῖται στοὺς ἀγῶνες ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ εἶναι πολὺ εὐρύτερη.
Ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ διαπιστώσει στὰ περιεχόμενα ὅλων τῶν τευχῶν της ὑπάρχουν
ἐξαίρετες συμβολὲς σὲ ὅλους τοὺς κλάδους τῆς Θεολογίας καὶ σὲ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖες τὴν συναριθμοῦν μεταξὺ τῶν ἐγκύρων καὶ ἐγκρίτων περιοδικῶν στὸ χῶρο τῆς Θεολογίας, ὅπως φαίνεται ἤδη ἀπὸ τὸ πλῆθος
τῶν χρήσεων καὶ παραπομπῶν στὰ ἄρθρα της ἀπὸ τὸν ἔντυπο καὶ τὸν ἠλεκτρονικὸ τύπο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ εἰδικὲς ἐπιστημονικὲς μελέτες. Μπορεῖ ἡ ὀρθόδοξη γραμμή της
νὰ ἐνοχλεῖ κάποιους «ἀκαδημαϊκούς», ποὺ μὲ συκοφαντίες θέλουν νὰ μειώσουν τὸ ἐπίπεδο καὶ τὴν προσφορά της, πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουν ὅτι στὴν ἱστορία τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τῆς Θεολογίας ὑποτιμήθηκαν καὶ περιφρονήθηκαν ὄχι οἱ αὐθεντικοὶ καὶ παραδοσιακοὶ Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ οἱ καινοτόμοι καὶ «προοδευτικοί». Οἱ
τεχνολογοῦντες καὶ ἐπιστημολογοῦντες θεολόγοι τῶν γραφείων, μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ἔργα καὶ πράξη ζωῆς
καὶ ὁμολογίας, θὰ ἔχουν τὴν τύχη τῆς ἀκάρπου συκῆς, μερικοὶ μάλιστα
ἡδονοθηροῦντες καὶ δικαιολογοῦντες τὰ τοῦ κόσμου εἶναι κατὰ τὴν Ἐπιστολὴ Ἰούδα «νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι,
δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα, κύματα ἄγρια θαλάσσης
ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας, ἀστέρες πλανῆται οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς
τὸν αἰῶνα τετήρηται»[13].
[1].
Ἀποκ. κεφ. 17 καὶ 18.
[2].
Χρυσοστόμου Β´, Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, Τὰ Πεπραγμένα
ἀπὸ 15-7-1963 μέχρι 15-7-1964, Ἀθῆναι 1964, σελ. 13.
[3].
Αὐτόθι, σελ. 19-20.
[4].
Βλ. Θεοδρομία 4 (2002) 463ἑ.
[5].
Θεσσαλονίκη 2004.
[6].
Τεῦχος 1978, 1η Μαΐου 2009, σελ. 204.
[7].
Βλ. τὸ ἄρθρο καὶ στὴ Θεοδρομία 7
(2005) 163-168.
[8].
Θεοδρομία 8 (2006)546-557.
[9].
Λεπτομέρειες γιὰ ὅλα αὐτὰ στό βιβλίο μου «Οὐνία.
Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση», Θεσσαλονίκη 2002.
[10].
Θεοδρομία 5 (2003) 282.
[11].
Βλ. τὴν εἰσήγηση στὴ Θεοδρομία 9
(2007) 404-441.
[12].
Β´ Τιμ. 4, 10.
[13].
Ἰούδα 12-13.