Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Λαϊκῶν
Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΓΙΣΤΗΝ ΛΑΥΡΑΝ ΤΟΥ ΑΓ. ΟΡΟΥΣ ΛΕΓΕΙ ΠΟΛΛΑ
Μετὰ τὴν ἀποτυχίαν τῶν θεολογικῶν Διαλόγων προωθεῖται ἡ Ἕνωσις τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἐκ τῶν κάτω, ἐκ τοῦ ποιμνίου, τὸ ὁποῖον διατηρεῖται εἰς πνευματικὴν ἄγνοιαν.
Οἱ λόγοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου περὶ ὑπακοῆς καὶ ἡ δικαίωσις τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως»
Τὴν 17ην Ὀκτωβρίου ἐπραγματοποιήθη σύναξις Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ μοναχῶν. Αὐτὴ ἠσχολήθη μέ τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν ὁμιλίαν του εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Μεγίστης Λαύρας. Ἡ Σύναξις διεπίστωσε τὰ ἀκόλουθα:
«Ἕνα ἀκόμη ἀδιάψευστο τεκμήριο τῆς μεγάλης ζημίας ποὺ ἔχει ὑποστῇ ἡ θεολογικὴ σκέψη τῶν ὀρθοδόξων Προκαθημένων ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπετέλεσε ἡ πρὸς τὸν Ἡγούμενον Πρόδρομον ἀντιφώνηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας τὸ Σάββατο 8 Ὀκτωβρίου· ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καὶ πλήρη δικαίωση γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τῆς “Ὁμολογίας Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ”, ἡ ὁποία εὑρέθη ἀφανῶς στὸ στόχαστρο τῆς πατριαρχικῆς ὁμιλίας...
Τὸ κείμενο τῆς ὁμιλίας πάσχει καὶ πάλι τόσο ἀπὸ τὴν ἀδυναμία νὰ ἀρθρώσει στερεό ἐκκλησιολογικὸ λόγο ἔναντι τῆς “Ὁμολογίας Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ”, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἀγνοεῖ ἢ ἀποκρύπτει τὴν αἰτία τῆς θεολογικῆς ἀντιπαραθέσεως μεταξὺ οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν καλουμένων “ζηλωτῶν”· ἡ ὁποία βεβαίως δὲν εἶναι οἱ διάλογοι μὲ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ ἔγγραφος ἀποδοχή αἱρετικῶν ἐκκλησιολογικῶν καὶ ἄλλων γενικωτέρων δογματικῶν θέσεων ὑπὸ τοῦ Φαναρίου καὶ ἄλλων δικαιοδοσιῶν, καὶ ἡ de facto σταδιακὴ ἕνωση μὲ τοὺς αἱρετικούς, μέσῳ τῆς λατρευτικῆς κοινωνίας μὲ αὐτοὺς καὶ τῆς λοιπῆς ψυχολογικῆς προετοιμασίας τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Οἱ τῆς Μεγίστης Λαύρας ὀρθοφρονοῦντες Μοναχοί, τοὺς ὁποίους ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, μετ’ ἐκεῖνον δὲ καὶ τὰ ΜΜΕ, ἀδίκως προσομοίωσαν πρὸς τὴν παλαιὰ ἀδελφότητα τῆς Ἐσφιγμένου, ὑπέστησαν τὸ κατηγορητήριο καὶ τὴ σειρὰ τῶν νουθεσιῶν ὑπὲρ μιᾶς τυφλῆς ἄλογης ὑπακοῆς, ὄχι διότι διέκοψαν τὸ μνημόσυνον (ὅπως ἡ παλαιὰ ῾Ι. Μ. Ἐσφιγμένου) ἢ διότι συνεπλάκησαν περὶ τὴν κυριότητα Μονῶν καὶ κτιρίων, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἁπλῶς προσυπέγραψαν καὶ ὑπερασπίσθηκαν τὴν “Ὁμολογία κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ”, ἡ ὁποία καὶ μόνη θέτει ὀρθῶς τὸ ζήτημα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Δυστυχῶς, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ποτὲ δὲν προσεπάθησε -οὔτε καὶ τώρα- νὰ ἀντιπαρατεθεῖ ἐκκλησιολογικῶς πρὸς τὸ κείμενο τῆς “Ὁμολογίας κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ”· προφανῶς, διότι τότε θὰ ἔπρεπε νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἀπαιτεῖται ἐπισήμως νὰ μεταπηδήσει στὴν πλευρὰ τῆς “μεταπατερικῆς” θεολογίας καὶ ἐκκλησιολογίας ποὺ ὁπωσδήποτε –καθ’ ὅτι δὲν εἶναι ἡ “ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς Ἁγίοις πίστις” (Ἰούδα 3) - δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ “παρ΄ ὅ” οἱ Ἀπόστολοι “εὐηγγελίσαντο ἡμῖν” (Γαλ. 1, 8).
Ὁ πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος χρησιμοποίησε μιὰ συρραφὴ χωρίων ἁγιογραφικῶν καὶ πατερικῶν ὑπὲρ τῆς ὑπακοῆς πρὸς τοὺς Προεστῶτας καὶ τοῦ ἀτέρμονος διαλόγου μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔφερε σὲ κατὰ πρόσωπον ἀντιπαράθεση καὶ ἀνυπακοὴ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος πρὸς τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ παραγγέλλει “μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτεῖσθαι” (Τίτον 3, 10) τοὺς αἱρετικούς, ἀποδεικνύει ὅτι τὰ χωρία αὐτὰ ἑρμηνεύθηκαν ἐκτὸς συναφείας καὶ παρὰ τὸν γενικὸν “νοῦν” τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας. Ἐντὸς τῶν ἑπομένων ἡμερῶν λεπτομερὴς σχολιασμὸς τοῦ πατριαρχικοῦ λόγου θὰ ἀποδείξει τὰ ἀνωτέρω. Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ὁ κτίτωρ τῆς Μεγίστης Λαύρας, νουθεσίες τοῦ ὁποίου χρησιμοποίησε ὁ κ. Βαρθολομαῖος, κατοχυρώνει τὴν συνειδησιακὴ ἀποστασιοποίηση τῶν Μοναχῶν ἀπὸ στοιχεῖα “ἑτερόθρησκα καὶ ἑτερόδοξα”.
Συμφωνοῦμε μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου διαπιστώσαντος ὅτι ἡ “κατέχουσα τὴν ᾿Αλήθειαν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία δὲν ἔχει νὰ φοβᾶται οἱανδήποτε ἔκπτωσιν ἢ παραχάραξιν τῆς ἁγίας ἡμῶν Πίστεως”, κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν (Ματθ. 16, 18). Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μὲ ὅσους ἀρχιερεῖς, λοιποὺς κληρικούς, θεολόγους καὶ λαϊκοὺς παρεχάραξαν τὴν Πίστη καὶ κατετάγησαν δυσφήμως ὑπὸ τῆς συλλογικῆς ἐκκλησιαστικῆς μνήμης μεταξὺ τῶν αἱρεσιαρχῶν καὶ αἱρετικῶν.
Διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ ἡ ὑπακοὴ τῶν Μοναχῶν εἶναι ἔλλογος καὶ Θεανθρωποκεντρικὴ καὶ ὄχι γκουρουϊστική, καὶ ἔτσι ἀπαιτεῖ νὰ διακρίνει στὸν Ἐπίσκοπο καὶ στὸν Γέροντα ἕνα minimum ὁμοιώσεως πρὸς τὸν Χριστόν, ἀπαγορεύεται ὑπὸ τῶν Ἁγίων ἡ ὑπακοὴ σὲ Προεστῶτες ποὺ ἀποκλίνουν τῶν δογμάτων καὶ τῶν ἱ. Κανόνων. Καὶ μόνον τὸ προδοτικὸ κείμενο τοῦ Ρorto Allegre, ὅπου ἔγινε δεκτὴ ἡ προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία καὶ τὸ ὁποῖο “φωτογραφίζεται” ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἀντιαιρετικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς κακόδοξο, ἀρκεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι -ἀντιθέτως μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ Πατριάρχου - τὸ πρόβλημα δὲν ἔγκειται στὴ διεξαγωγὴ διαλόγων, ἀλλὰ στὸ τὶ συμφωνεῖται ἐκεῖ πανηγυρικῶς καὶ ἐνυπογράφως, πρὸς καθησυχασμὸ καὶ ἀπώλεια τῶν ἑτεροδόξων, καὶ εἰς πρόσκομμα τῶν Ὀρθοδόξων.
Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι μετὰ τὴν ἀποτυχία τῶν “κορυφῶν” νὰ συμφωνήσουν θεολογικῶς, προωθεῖται ἕνωση ἐκ τῶν κάτω, ἐκ τοῦ ποιμνίου, τὸ ὁποῖο διατηρεῖται σὲ δογματικὴ ἄγνοια. Ἐπειδὴ ἡ “Ὁμολογία Πίστεως” ἀποσοβεῖ τὴν ἐξέλιξη αὐτή, εἰσπράττει τὸν πόλεμον τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑρμηνευτικὴ κλείδα, ποὺ ἐξηγεῖ τὴν πατριαρχικὴ καταφορὰ κατὰ τῶν παραδοσιακῶν Λαυρεωτῶν, ἐνῷ ὁ Πατριάρχης μετέβη στὸν Ἄθωνα, ὑποτίθεται, πρὸς ἤρεμον δοξολογίαν καὶ εὐχαριστίαν. Ἡ κλείδα αὐτὴ φανερώθηκε σὲ ὁμιλία τοῦ Πατριάρχου στὸν Λαγκαδᾶ λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ὅπου καὶ πάλι ἐπιτέθηκε σὲ “ὀργανώσεις ζηλωτῶν οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν”, οἱ ὁποῖοι ὑπογράφουν “ὁμολογίες πίστεως”. Πάντως, κατὰ εἰρωνεία τῆς συναφείας τῆς πατριαρχικῆς ἐπισκέψεως καὶ ὁμιλίας, ἡ Μεγίστη Λαύρα εἶναι τὸ μέρος ὅπου ἡ θεία Δίκη τιμώρησε παραδειγματικῶς ὅσους ἐπί τοῦ ἀποστάτου πατριάρχου Βέκκου προτίμησαν τὴν ὑπακοὴ σὲ σφάλλοντες προεστῶτες ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸν “Χριστὸν παρατεινόμενον εἰς τοὺς αἰῶνας”, στὸ Σῶμα Του τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ στὰ ἄτρεπτα δόγματά Του.
Γιὰ τὴν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν
17ῃ Ὀκτωβρίου 2011
Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, Προηγούμενος, Ἱερά Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου,
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος, Ἐφημέριος Ἱ. Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς,
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου, Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγ. Τριάδος, Ἄνω Γαζέας Βόλου,
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος, Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους,
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνὸς, Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.