«ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΑ ΚΟΡΑΝΙΑ»
Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καὶ Γρηγορίου Παλαμᾶ περὶ τοῦ Ἰσλάμ
Ἐν Πειραιεῖ 16-5-2012
π. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου
ἐφημερίου Ἱ. Ν. Ζωοδόχου Πηγῆς Χατζηκυριακείου Πειραιῶς
Εἶναι κοινά ἀποδεκτὸ πλέον στὴν ἐποχή μας ὅτι ὁ μέγιστος κίνδυνος, ποὺ ἀπειλεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ ὑποσκάπτει τὰ θεμέλια καὶ τὴν ταυτότητά της εἶναι ἡ παναίρεση τῆς κινήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς σημειώνει περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὄχι ἁπλὰ αἵρεση, ἀλλὰ παναίρεση. Ὁ ἅγιος πατὴρ ἔχει ἐκφρασθεῖ γι’ αὐτόν ὡς ἑξῆς· «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπισμό. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὀ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[1]. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος ὁ μακαριστὸς γέροντας ἀρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος μᾶς δίνει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἕνα Κίνημα παγκόσμιον τοῦ Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ καὶ ἔχει ὡς μοναδικὸν σκοπὸν τὴν πολιτικὴν καὶ θρησκευτικὴν κατάκτησιν τῆς Οἰκουμένης! Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μιὰ φοβερὰ λαῖλαψ, ποὺ προετοιμάζεται νὰ ξεθεμελιώση, ὅπως φαντάζεται, τὴν ‘Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν’ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἄγριος τυφὼν τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ποὺ συγκεντρώνει τὴν καταστροφική του μανία ἐναντίον κυρίως τῆς Ὀρθοδοξίας, μὲ τὸν σκοτεινὸ πόθο νὰ τὴν ἐκμηδενίση καὶ νὰ τὴν ἀφανίσῃ»[2]. Τέλος, ὁ μακαριστὸς γέροντας ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος ὀνομάζει τὸν Οἰκουμενισμὸ τελευταῖο πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου[3].
Ὅπως ἡ παγκοσμιοποίηση σὲ πολιτικὸ ἐπίπεδο θέλει νὰ ἑνώσει τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνει ἕνα παγκόσμιο κράτος, μία παγκόσμια ἠλεκτρονικὴ διακυβέρνηση, ἕνα παγκόσμιο νόμισμα, μία παγκόσμια οἰκονομία, ἔτσι καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο θέλει νὰ ἑνώσει ὅλες τὶς θρησκεῖες (διαθρησκειακὸς οἰκουμενισμὸς) καὶ ὅλες τὶς αἱρέσεις (διαχριστιανικὸς οἰκουμενισμὸς) σὲ μία παγκόσμια θρησκεία, ἀψηφώντας καὶ περιθωριοποιώντας τὶς τεράστιες, γιγαντιαῖες καὶ χαώδεις δογματικὲς διαφορὲς καὶ ξεθεμελιώνοντας ἐκ βάθρων τὰ δόγματα καὶ τὴν πίστη τῆς Όρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδὴ ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ τὶς πίστεις.
Ὁ Οἰκουμενισμὸς κινεῖται σὲ δύο ἐπίπεδα˙ τὸ πρῶτο σὲ διαχριστιανικὸ καὶ τὸ δεύτερο σὲ διαθρησκειακό. Ἔτσι, ἔχουμε τὸν διαχριστιανικὸ οἰκουμενισμὸ καὶ τὸν διαθρησκειακὸ οἰκουμενισμό, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δύο ἀπὸ τὶς βασικὲς κατευθύνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μὲν διαχριστιανικὸς οἰκουμενισμὸς προωθεῖ τὴν ἕνωση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν «ὁμολογιῶν» (Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Ἀγγλικανῶν, Ἰεχωβάδων, Πεντηκοστιανῶν, Μονοφυσιτῶν, Ὀρθοδόξων) μὲ τὸ κριτήριο τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀρχὴ τοῦ «διαχριστιανικοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ» οἱ δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ ἑτεροδόξων εἶναι ἁπλῶς τυπικὲς παραδόσεις κάθε «ἐκκλησίας» καὶ πρέπει νὰ παρακάμπτονται γιὰ τὸ καλὸ τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται μὲ τὴν ποικιλία διαφόρων μορφῶν καὶ ἐκφράσεων. Ὁ δὲ διαθρησκειακὸς οἰκουμενισμός, θεωρώντας ὅτι σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικὰ στοιχεῖα, προωθεῖ τὴν ἕνωση μεταξὺ αὐτῶν καὶ κυρίως μεταξὺ τῶν δῆθεν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Μὲ λίγα λόγια προωθεῖ τὴν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἀρχὴ τοῦ «διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ» πρέπει νὰ βλέπουμε τὰ «κοινὰ θεολογικὰ σημεῖα», ποὺ ὑπάρχουν σὲ ὅλες τὶς «μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες», ὥστε νὰ οἰκοδομήσουμε τὴν θρησκευτικὴ ἑνότητα τῆς οἰκουμένης.
Εἶναι δυστύχημα νὰ διαπιστώνει κανεὶς ὅτι τὶς τελευταῖες δεκαετίες βρισκόμασθε σ’ ἕνα πρωτοφανὴ καλπασμὸ τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ. Τὸ ἀντίχριστο πνεῦμα του ἔχει ἐπηρεάσει πολλοὺς πατριάρχες, ἀρχιεπισκόπους, ἐπισκόπους, ἀρχιμανδρίτες, ἱερεῖς, μοναχούς, θεολόγους καὶ λαϊκοὺς τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ γίνει, αὐτὸ ποὺ λέμε, ἀντιληπτὸ καὶ γιὰ νὰ διαπιστωθεῖ, δυστυχῶς, τὸ μέγεθος τῆς πτώσεως ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων, κρίνουμε ὀρθὸ νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας στὶς τελευταῖες καὶ μόλις πρόσφατες ἐπίσημες διατυπωμένες δηλώσεις, θέσεις καὶ ἐνέργειες οἰκουμενιστῶν «ὀρθοδόξων» πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων, ποὺ συστοιχίζονται καὶ μεταλαμπαδεύουν αὐτὸ τὸ πεπλανημένο πνεῦμα τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ.
Ὁ οἰκουμενιστὴς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στὶς 29-10-2009 ἀπεκάλεσε τὸ Κοράνιο «ἅγιο» καὶ τὸ δώρισε στὸν Μουσουλμάνο Πρόεδρο τῆς Κόκα-Κόλα καὶ τὴ σύζυγό του[4], ἐνῶ παράλληλα στὶς 15-8-2010 δώρισε Κοράνι στὸν Μουφτὴ τῆς Τραπεζούντας[5].
Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρος στὶς 28-2-2010 δώρισε Κοράνι στὸν Πρόεδρο τῆς Σαουδικῆς Δημοκρατίας κ. Omar Al-Bashir μὲ προσωπικὴ ἀφιέρωση καὶ ἀσημένιο δίσκο[6].
Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλος Γ΄, κατὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πρίγκηπα τῆς Ἰορδανίας κ. Ἐμὶρ Γάζη καὶ τοῦ Μουφτῆ Ἄλυ Τζούμα στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων τὴν Τετάρτη 18-4-2012, δώρισε στὸν μὲν πρίγκηπα τὸ βιβλίο τοῦ Κορανίου ἀπὸ ἐλεφαντοστό, στὸν δὲ Μουφτὴ μία πλακέττα μὲ ἐπιγραφὴ χωρίων τοῦ Κορανίου[7]. Συμμετεῖχε, ἐπίσης, σὲ Διεθνὴ Διαθρησκειακὴ Διάσκεψη στὸ Κίεβο στὶς 24/26-4-2012[8].
Τέλος, ὁ Ἐπίσκοπος Τούζλας κ. Βασίλειος στὶς 22-12-2011 δώρισε Κοράνι στὸν στρατιωτικὸ διοικητὴ Senad Masovic[9].
Νά, λοιπόν, ποιὸ εἶναι τὸ κατάντημα τῶν οἰκουμενιστῶν! Νὰ ποιὰ εἶναι ἡ μαρτυρία ὀρθοδόξου πίστεως! Νὰ ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ οἰκουμενιστὲς καταρρίπτουν καὶ ἀκυρώνουν τοὺς ἴδιους τοὺς ἰσχυρισμούς τους ὅτι δῆθεν οἱ διάλογοι γίνονται «ἄνευ οὐδεμιᾶς ὑποχωρήσεως ἐκ τῶν καιρίων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως»! Φθάσανε στὸ ἔσχατο προδοτικὸ σημεῖο ἀντὶ νὰ προβάλλουν τὸν Χριστό, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, προβάλλουν τὸν Ἀλλάχ, τὸν Μωάμεθ καὶ τὸ Κοράνι! Αὐτὰ εἶναι τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τοῦ διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων-διαλόγων! Ἡ διάβρωση τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδηςίας.
Μπροστά, λοιπόν, σ’ αὐτὸν τὸν ἰσλαμικὸ καλπασμό, τὴν τρέλλα καὶ τὴν ἀφροσύνη τῆς δωρεᾶς Κορανίων, τῆς προβολῆς τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, ὡς τῆς μοναδικῆς σωζούσης θρησκείας, τοῦ Ἀλλάχ, ὡς τοῦ ἀποκλειστικοῦ «θεοῦ» τῆς ἀνθρωπότητος, καὶ τοῦ Μωάμεθ, ὡς τοῦ ἀληθινοῦ «προφήτου», ἀπὸ «ὀρθοδόξους» πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους, κρίνουμε ἀπολύτως ἀναγκαῖο, γιὰ τὴν προφύλαξη καὶ ἐνημέρωση τοῦ ὀρθοδόξου ποιμνίου, νὰ παρουσιάσουμε τὰ κύρια σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰσλάμ, ἔχοντας ὡς ὁδηγοὺς στὸ ἐγχείρημα αὐτὸ καὶ ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι, τὸν μέγα δογματολόγο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὑπέρμαχο τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ εἰκονόφιλο, ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ καὶ τὸν κήρυκα τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος, θεατὴ τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀντιαιρετικό, ἀντίπαπα, παπομάστιγα καὶ ἀντιβαρλααμιστή, ἅγιο Γρηγόριο ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τὸν Παλαμᾶ.
ΤΟ ΙΣΛΑΜ
Ὁ Ἰσλαμισμὸς ἢ Μουσουλμανισμὸς[10] ἢ Μωαμεθανισμὸς ἐμφανίστηκε στὸ προσκήνιο στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰω. Ἱδρυτής του εἶναι ὁ Μωάμεθ. Γεννήθηκε τὸ 570 στὴ Μέκκα τῆς Ἀραβίας καὶ ἀνῆκε στὴν τότε κυριαρχοῦσα νομαδικὴ φυλὴ τῶν Κορεϊσχιτῶν. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Abdallah καὶ Anima, οἱ ὁποῖοι πέθαναν, ὅταν ἦταν 6 χρονῶν. Ὁ Μωάμεθ, ἂν καὶ κατ’ ἀρχὴν ἀμόρφωτος, ἐξαιτίας τῆς ἐπικοινωνίας του πρῶτα μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Χριστιανοὺς στὴ Μέκκα καὶ ὕστερα ἐκτὸς αὐτῆς, ταξιδεύοντας συχνὰ γιὰ ἐμπορικοὺς σκοπούς, ἀπέκτησε ὄχι μόνον γενικὴ μόρφωση, ἀλλὰ δέχθηκε καὶ τὴν ἐπίδραση ἑνὸς θρησκευτικοῦ μίγματος, ἀποτελουμένου ἀπὸ ἰουδαϊκές, ἀραβικὲς καὶ χριστιανικὲς δοξασίες.
Ἡ πρώτη του θρησκευτικὴ ἐμπειρία ἔλαβε χώρα τὸ 610, ὅταν εἶχε ἀποσυρθεῖ στὸ σπήλαιο τοῦ ὄρους Ἐρὰτ κοντὰ στὴ Μέκκα, ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸ κοράνιο, τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπεκάλυψε τὸ περιεχόμενο τοῦ κορανίου. Τότε ὁ Μωάμεθ ἦταν 40 ἐτῶν. Ἀπὸ τότε, λοιπόν, ἄρχισε νὰ κηρύττει τὴ νέα θρησκεία, τὸ Ἰσλάμ. Τὸ κήρυγμά του ἦταν τὸ ἑξῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη, ποὺ τοῦ ἔγινε: «Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ἀλλάχ, καὶ ὁ μόνος προφήτης του εἶναι ὁ Μωάμεθ». Ἐκήρυττε δηλ. τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεὸ καὶ καταπολεμοῦσε τὴν εἰδωλολατρεία τῶν Ἀράβων. Τὸ κήρυγμά του, ὅμως, αὐτὸ δὲν εἶχε ἀπήχηση στὴ φυλή του, παρὰ μόνο στὴν οἰκογένειά του. Γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του, τὴν Μέκκα, τὸ 622 καὶ νὰ μετοικήσει στὴν Μεδίνα, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τὴν ἕδρα τῆς πολιτικοθρησκευτικῆς δράσεώς του. Καὶ ἐκεῖ, ὅμως, συνάντησε ἰσχυρὴ ἀντίδραση ἀπὸ ραββίνους, γι’ αὐτὸ ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν εἰρηνικὴ ὁδὸ ἐξαπλώσεως τῆς θρησκείας του καὶ κατέφυγε στὴ χρήση πολεμικῆς βίας γιὰ τὴν ἐπιβολή της. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο διεκήρυξε τὴν ἀρχὴ τοῦ ἱεροῦ καὶ διαρκοῦς πολέμου (τζιχάντ) ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν, τῶν Ἑβραίων, τῶν Περσῶν καὶ τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι, λοιπόν, ἔχουμε μιὰ σειρὰ μαχῶν τὸ 624, τὸ 627 καὶ τὸ 629. Τὸ δὲ 630 καταφέρνει νὰ εἰσέλθει στὴ Μέκκα. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία του, ὁ Ἀβραὰμ ἵδρυσε τὸ τέμενος στὴν Κάμπα, ποὺ βρισκόταν στὴ Μέκκα, γι’ αὐτὸ τὸ ἔδαφος τῆς Μέκκας κηρύχθηκε ἱερὸ καὶ ὁρίσθηκε οἱ προσευχόμενοι νὰ στρέφουν τὸ πρόσωπό τους σ’ αὐτό. Τελικά, ὁ Μωάμεθ πέθανε, ὕστερα ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 632, ἀφοῦ, μάλιστα, κατεῖχε καὶ χαρέμι ἀποτελούμενο ἀπὸ ἐννέα (9) νόμιμες συζύγους καὶ ἀπὸ ἀρκετὲς δοῦλες.
Βασικὰ «ἱερὰ» βιβλία τοῦ Ἰσλὰμ εἶναι τὸ κοράνιο, ποὺ περιέχει τὸν θεῖο νόμο, ποὺ δόθηκε στὸν Μωάμεθ δι’ ἀποκαλύψεως, καὶ ἡ Sunna, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὴν διαγωγὴ τοῦ Μωάμεθ καὶ τῆς πρώτης ἰσλαμικῆς κοινότητος. Σύμφωνα μ’ αὐτὰ ὑπαγορεύονται τὰ πέντε βασικὰ καθήκοντα («στῦλοι») τοῦ μουσουλμάνου: α) ἡ ὁμολογία πίστεως, β) ἡ προσευχή, γ) ἡ πληρωμὴ φόρου γιὰ τοὺς πτωχούς, δ) ἡ νηστεία καὶ ε) τὸ προσκύνημα στοὺς «ἱεροὺς» τόπους (Μέκκα, Μεδίνα)[11].
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μοναχικούς του ἀγῶνες, ἐπιδίδεται καὶ στὴ συγγραφὴ σπουδαιοτάτων ἔργων ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Γράφει ἔργα ἑρμηνευτικά, δογματικά, ἀντιρρητικά, ἀσκητικά, ἠθικά, ὁμιλητικά, ἁγιολογικὰ καὶ ὑμνογραφικά.
Τὸ σημαντικότερο δογματικὸ ἔργο τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἡ «Πηγὴ Γνώσεως», τὸ ὁποῖο διαιρεῖται σὲ τρία μέρη : α) Φιλοσοφικὰ κεφάλαια, β) Περὶ αἱρέσεων καὶ γ) Ἔκθεσις ἢ ἔκδοσις ὀρθοδόξου πίστεως.
Τὸ δεύτερο μέρος τοῦ ἔργου «Πηγὴ Γνώσεως», τὸ «Περὶ αἱρέσεων» εἶναι μία σύντομη καὶ ἀκριβολογικὴ περίληψη 103 αἱρέσεων. Στηρίζεται σὲ παλαιότερους θεολόγους, ἰδιαίτερα στὸν Θεοδώρητο Κύρου καὶ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο Κύπρου. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου γιὰ ὁρισμένες νεώτερες αἱρέσεις (Ἰσμαηλίτες ἢ Μωαμεθανοὶ καὶ εἰκονομάχοι) εἶναι πρωτογενεῖς. Ἐνῶ δηλ. γιὰ τὶς ἄλλες αἱρέσεις τὸ μόνο, ποὺ κάνει, εἶναι νὰ παραθέτει διάφορες γνωστὲς θέσεις περὶ αὐτῶν ἀπὸ προγενεστέρους Πατέρες, γι’ αὐτὲς τὶς δύο αἱρέσεις καταγράφει τὴν δική του προσωπικὴ μαρτυρία καὶ κρίση. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ πρωτοτυπία τοῦ ἔργου.
Βεβαίως, πολὺ ὀρθὰ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κατατάσσει τὸ Ἰσλὰμ στὶς αἱρέσεις, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέραμε, ἡ διδασκαλία του ἀποτελεῖ ἕνα μίγμα, ἕνα κράμα διαφόρων αἱρέσεων, ὅπως τῆς εἰδωλολατρείας, τοῦ ζωροαστρισμοῦ, τοῦ μανιχαϊσμοῦ, τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ γνωστικισμοῦ, τοῦ ἀρειανισμοῦ, τοῦ νεστοριανισμοῦ, τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ ἀφθαρτοδοκητισμοῦ καὶ τῆς εἰκονομαχίας[12].
Ἐξ ἀρχῆς θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου προκύπτει ὅτι πρωταρχικὸς σκοπὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου δὲν εἶναι νὰ κάνει μιὰ σοβαρὴ θεολογικὴ συζήτηση, ἐλέγχοντας μὲ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα τὴν πλάνη τοῦ Ἰσλάμ. Στόχος του εἶναι νὰ τὴν γελοιοποιήσει, νὰ τὴν παρουσιάσει ὅτι εἶναι γιὰ γέλια, νὰ πέσει στὴν ὑπόληψη τῶν ἀναγνωστῶν. Δὲν τὴν θεωρεῖ κἂν ἀξία νὰ ἀσχοληθεῖ κανεὶς σοβαρὰ μὲ μιὰ τέτοια θρησκεία. Αὐτό, μάλιστα, καταφαίνεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τέσσερεις φορὲς τὴν φράση «γέλωτος ἄξια»[13], ὅτι δηλ. τὸ πιστεύω τοῦ Ἰσλὰμ εἶναι ἄξιο μόνο γιὰ γέλια.
Ἂς ἔλθουμε, ὅμως, τώρα νὰ ἐξετάσουμε τὸ ἴδιο τὸ κείμενο, τὸ «Περὶ αἱρέσεων».
Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὁ εἰκονόφιλος πατὴρ μᾶς δίνει τὴν γνώμη του γιὰ τὸ Ἰσλάμ. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι θρησκεία, ἀλλὰ λαοπλάνος καὶ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου. «Ἔστι δὲ καὶ ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν, πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντιχρίστου»[14]. Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται στὴν καταγωγή της. Ἰσμαηλίτες λέγονται ἐπειδὴ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰσμαήλ, τὸν υἱὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴν Ἄγαρ, καὶ Ἀγαρηνοὶ ἀπὸ τὴν Ἄγαρ. Ἀποκαλοῦνται, ἐπίσης, καὶ Σαρακηνοὶ ὡς ἐκ τῆς «Σάρρας κενούς»[15], ἐπειδὴ ἡ Ἄγαρ εἶχε πεῖ στὸν ἄγγελο ὅτι ἡ Σάρρα τὴν ἀπέλυσε κενή. Ἀναφέρει, ἐπίσης, ὅτι μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Ἡρακλείου αὐτοὶ ἦταν εἰδωλολάτρες, γιατὶ προσκυνοῦσαν τὸ φωτεινό ἄστρο καὶ τὴν Ἀφροδίτη, τὴν ὁποία ὀνόμασαν Χαβάρ, ποὺ σημαίνει μεγάλη. Ἀπὸ τὰ χρόνια, ὅμως, τοῦ Ἡρακλείου ἐγκατέλειψαν τὴν εἰδωλολατρεία καὶ προσκολήθηκαν στὸν Μωάμεθ, τὸν ὁποῖο ἔρχεται στὴ συνέχεια καὶ μᾶς τὸν παρουσιάζει.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀποκαλεῖ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὸν Μαμὲδ (Μωάμεθ) ψευδοπροφήτη καὶ τὸν κατηγορεῖ ὅτι συνέστησε τὴν αἵρεσή του ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἐπιφανειακὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μιὰ συνομιλία μ’ ἕνα Ἀρειανὸ μοναχὸ καὶ ἀφοῦ διέδωσε τὴν ψεύτικη φήμη ὅτι ὅλ’ αὐτά, ποὺ θέσπισε, εἶναι θεόσταλτα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κατάφερε νὰ παρασύρει τὸν λαό. Καυστικότατο εἶναι τὸ σχόλιο τοῦ Ἁγίου ὅτι ὅλα τὰ θεσπίσματα τοῦ βιβλίου τοῦ Μωάμεθ, δηλαδὴ τοῦ Κορανίου, εἶναι «γέλωτος ἄξια», τὸ ὁποῖο καθιέρωσε στὸ ἔθνος του χρησιμοποιώντας ὡς ὄργανο τὴν δῆθεν θεοσεβὴ καὶ ἠθικὴ πολιτεία του.
Μέχρι ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καταφέρνει νὰ δημιουργήσει τὴν σαφὴ ἀντίληψη στὸν ἀναγνώστη ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μ’ ἕνα αἱρετικό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε μιὰ δική του αἵρεση.
Ἐν συνεχείᾳ, ὁ ἱερὸς πατὴρ μᾶς δίνει πολὺ συστηματικὰ καὶ συνοπτικὰ τὸ πιστεύω, τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰσλὰμ[16] καὶ μᾶς παρουσιάζει θαυμάσια τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς πίστεώς του. Ὁ Μουσουλμανισμὸς «λέγει ἕναν Θεὸν εἶναι ποιητὴν τῶν ὅλων, μήτε γεννηθέντα, μήτε γεγεννηκότα˙ λέγει τὸν Χριστὸν Λόγον εἶναι τοῦ Θεοῦ, καὶ πνεῦμα αὐτοῦ, κτιστὸν δὲ καὶ δοῦλον, καὶ ὅτι ἐκ Μαρίας τῆς ἀδελφῆς Μωϋσέως καὶ Ἀαρὼν ἄνευ σπορᾶς ἐτέχθη. Ὁ γὰρ Λόγος, φησί, τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Πνεῦμα εἰσῆλθεν εἰς τὴν Μαρίαν, καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰησοῦν προφήτην ὄντα, καὶ δοῦλον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι παρανομήσαντες ἐθέλησαν αὐτὸν σταυρῶσαι, καὶ κρατήσαντες ἐσταύρωσαν τὴν σκιὰν αὐτοῦ. Αὐτὸς δὲ ὁ Χριστὸς οὐκ ἐσταυρώθη, φηςίν, οὔτε ἀπέθανεν. Ὁ γὰρ Θεὸς ἔλαβεν αὐτὸν πρὸς ἑαυτόν εἰς τὸν οὐρανὸν διὰ τὸ φιλεῖν αὐτόν. Καὶ τοῦτο λέγει, ὅτι, τοῦ Χριστοῦ ἀνελθόντος εἰς τοὺς οὐρανούς, ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Θεὸς λέγων˙ Ὦ Ἰησοῦ, σὺ εἶπας ὅτι Υἱὸς εἰμὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ Θεός; Καὶ ἀπεκρίθη, φησίν, ὁ Ἰησοῦς˙ ‘ Ἰλεώς μοι, Κύριε˙ σὺ οἶδας ὅτι οὐκ εἶπον, οὐδὲ ὑπερηφανῶ εἶναι δοῦλος σου˙ ἀλλ’ ἄνθρωποι οἱ παραβάται ἔγραψαν, ὅτι εἶπον τὸν λόγον τοῦτον, καὶ ἐψεύσαντο κατ’ ἐμοῦ, καὶ εἰσὶ πεπλανημένοι’. Καὶ ἀπεκρίθη, καὶ φηςὶν αὐτῷ ὁ Θεός˙ ‘Οἶδα ὅτι σὺ οὐκ ἔλεγες τὸν λόγον τοῦτον’[17]».
Ὅπως εἶναι φανερὸ «τὸ Ἰσλὰμ ἀντλεῖ τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἀντιχριστιανικὴ ἰουδαϊκὴ καὶ τὴν αἱρετικὴ χριστιανικὴ (ἀρειανική-νεστοριανὴ) γραμματεία. Τὸν δέχεται ὡς μέγα προφήτη, ὡς τὴν σφραγίδα τῆς ἁγιότητος, ὡς τὸν μέλλοντα νὰ κρίνει τὸν κόσμο κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Τὸν θεωρεῖ, ἐπίσης, Λόγο καὶ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία (ὄχι τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ τὴν ἀδελφὴ τοῦ προφήτου Μωϋσέως), διδάσκαλο τοῦ μονοθεϊσμοῦ, καὶ, τέλος, ἀναληφθέντα στοὺς οὐρανοὺς μέχρι τῆς δευτέρας ἀποστολῆς του γιὰ τὴν κρίσι. Ἁρνεῖται τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὸν Σταυρικό του θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση, διότι τὰ θεωρεῖ ἀνοίκεια καὶ βλάσφημα γιὰ ἕνα προφήτη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ βδελύσσεται τὸν Τίμιο Σταυρό. Γιὰ νὰ στηρίξη ὅλη αὐτὴ τὴν διδασκαλία περὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ Ἰσλὰμ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ διαστρέβλωσαν μὲ προσθαφαιρέσεις καὶ παραποιήσεις τὸ ἀρχικὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κήρυξε ὁ Ἰησοῦς[18]». Ὑπάρχουν, τέλος, λέει ὁ Ἅγιος κι ἄλλα τερατολογήματα στὴ διδασκαλία τοῦ Ἰσλὰμ «γέλωτος ἄξια», γιὰ τὰ ὁποῖα, ὅμως, ὁ Μωάμεθ καυχιέται ὅτι τὰ παρέλαβε ἐκ Θεοῦ.
Πιὸ κάτω ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὑπεισέρχεται σ’ ἕνα πολὺ καίριο σημεῖο τῆς διαλογικῆς συζητήσεως μὲ τοὺς Σαρακηνούς, μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς κατασυντρίβει καὶ τοὺς ἀφήνει ἀναπολογήτους, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ προβάλλουν πειστικὰ ἐπιχειρήματα. Τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ἡ παγία θέση τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ ὅτι ἐκλείπει κάθε αὐθεντικὴ μαρτυρία γιὰ τὸ ὅτι τὸ Κοράνιο εἶναι θεόσταλτο καὶ ὁ προφήτης τους ἀληθινός. Τοὺς ρωτᾶ: «Καὶ τίς ἐστιν ὁ μαρτυρῶν, ὅτι γραφὴν αὐτῷ δέδωκεν ὁ Θεός; Καὶ τὶς τῶν προφητῶν προεῖπεν ὅτι τοιοῦτος ἀνίσταται προφήτης»[19]; Μὴ ἔχοντας τὶ νὰ ἀπαντήσουν οἱ Σαρακηνοί, ὁ Ἅγιος τοὺς φέρνει δύο παραδείγματα. Τὸ πρῶτο εἶναι ὁ προφήτης Μωϋσής, ὁ ὁποῖος παρέλαβε τὸ Νόμο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ λαοῦ καὶ μὲ φοβερὲς θεοσημεῖες καὶ τὸ δεύτερο ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ προφῆτες, ἀπὸ τὸν προφήτη Μωϋσὴ κι ἔπειτα, μαρτύρησαν καὶ προεφήτευσαν γιὰ ὅλο τὸ σχέδιο τῆς προαιωνίου θείας οἰκονομίας. Καὶ τοὺς ξαναρωτᾶ: «Πῶς καὶ ὁ δικός σας ὁ προφήτης δὲν ἦλθε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δηλαδὴ μαρτυρούμενος καὶ προφητευόμενος»; Οἱ Σαρακηνοί, ἔχοντάς τα χαμένα, ἀπαντοῦν μὲ τὸ ἀόριστο: «ὁ Θεὸς ὅσα θέλει ποιεῖ»[20]. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τοὺς προκαλεῖ νὰ ἀπαντήσουν πιὸ συγκεκριμένα στὸ πῶς κατέβηκε ἡ γραφὴ στὸν προφήτη τους κι αὐτοὶ ἀπαντοῦν ὅτι, ἐνῶ κοιμόταν, κατέβηκε ἡ γραφὴ πάνω του. Βέβαια, δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία ὁ Ἅγιος νὰ γελοιοποιήσει γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν Μωάμεθ, προσαρμόζοντας σ’ αὐτὸν τὴν λαϊκὴ παροιμία, ποὺ ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ, «κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται».
Ὁ Ὅσιος, ὅμως, δὲν ἀρκεῖται μόνο στὰ παραπάνω, μὲ τὰ ὁποῖα κατέδειξε τὴν παντελὴ ἀπουσία κάθε γνησίου μαρτυρίας περὶ τοῦ ψευδοπροφήτου καὶ τοῦ ψευδοβιβλίου του, ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ στὸ νὰ ἀποκαλύψει καὶ τὴν πλήρη ἀντίθεση, καταπάτηση καὶ παρακοὴ τῶν Σαρακηνῶν ἔναντι τοῦ ἰδίου τοῦ βιβλίου τους, τοῦ Κορανίου. Τοὺς λέει ὅτι, ἀφοῦ τὸ Κοράνιο ἐντέλλεται τίποτα νὰ μὴν κάνουν καὶ νὰ μὴν δέχονται ἄνευ μαρτύρων, πῶς δέχθηκαν τὸν Μωάμεθ καὶ τὴ θρησκεία του χωρὶς νὰ ἐξετάσουν τὴν αὐθεντικότητα καὶ γνησιότητά του; Γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ εὐτελῆ πράγματα (π.χ. γυναῖκες, γαϊδάρους, κτήνη, κτήματα) ἔχουν μάρτυρες, ἐνῶ γιὰ τὸ τόσο σοβαρὸ θέμα τῆς πίστεως καὶ τῆς γραφῆς παραμένουν ἀμάρτυροι. Οἱ Σαρακηνοί, ὅπως εἶναι φυσικό, σιωποῦν γεμᾶτοι ντροπὴ καὶ ὁ Ὅσιος καταλήγει στὸ ἀναμφισβήτητο συμπέρασμα ὅτι γιὰ τὸν Μωάμεθ καμμία γραφὴ δὲν μαρτυρεῖ.
Στὴ συνέχεια ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀναφέρεται δειγματοληπτικὰ σὲ δύο περικοπὲς ἀπὸ τὸ Κοράνιο, τὶς ὁποῖες, μάλιστα, ἀποκαλεῖ «ληρωδίες», δηλαδὴ φλυαρίες, γιὰ νὰ μᾶς δώσει νὰ καταλάβουμε ἀκόμη καλύτερα τὴν γελοιότητα καὶ τὴν ἀνοησία ποὺ ὑπάρχει στὴ δῆθεν θεόσταλτη γραφή.
Ἡ πρώτη περικοπὴ ἀναφέρεται στὴ γραφὴ τῆς γυναικός, ἡ ὁποία ὁρίζει γιὰ τὸν γάμο καὶ τὸ διαζύγιο. Σύμφωνα μ’ αὐτὴ ὁ ἄνδρας μπορεῖ νὰ ἔχει τέσσερεις γυναῖκες καὶ χίλιες παλλακίδες, οἱ ὁποῖες θὰ ὑπακούουν στὶς τέσσερεις γυναῖκες. Τὸ διαζύγιο ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴ βούληση τοῦ ἀνδρός, ὁ ὁποῖος, ὅποτε θέλει, μπορεῖ νὰ διώξει μία ἀπὸ τὶς γυναῖκες του καὶ νὰ πάρει ἄλλη. Μᾶς πληροφορεῖ, ὅμως, ὁ Ἅγιος ὅτι ἡ θέσπιση τοῦ διαζυγίου προῆλθε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ ἔρωτα ποὺ εἶχε ὁ Μωάμεθ γιὰ μιὰ γυναῖκα. Συγκεκριμένα λέει ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶχε ἕνα συνεργάτη, τὸν Ζεΐδ, ὁ ὁποῖος εἶχε μιὰ πολὺ ὄμορφη γυναῖκα, τὴν ὁποία ἐρωτεύθηκε ὁ Μωάμεθ. Καὶ κάποια φορὰ λέει ὁ Μωάμεθ στὸν Ζεΐδ: «Ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ χωρίσεις τὴ γυναῖκα σου» καὶ ὁ Ζεΐδ τὴν χώρισε. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ἡμέρες τοῦ εἶπε: «Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὴν πάρω ἐγώ». Ἀφοῦ τὴν πῆρε καὶ μοίχευσε μαζί της, θέσπισε καὶ τὸ νόμο, ὅποιος θέλει, νὰ χωρίζει τὴ γυναῖκα του. Ἐάν, ὅμως, μετὰ τὸν χωρισμὸ ἐπιστρέψει σ’ αὐτήν, νὰ τὴν πανδρευθεῖ ἄλλος. Γιατὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὴν πάρει, ἂν δὲν πανδρευθεῖ ἀπὸ ἄλλον. Ἐὰν καὶ ὁ ἀδελφὸς χωρίσει τὴ γυναῖκα του, νὰ τὴν πανδρεύεται ὁ ἀδελφός του, ἂν θέλει. Ἐπιπροσθέτως, ἀναφέρει ὁ Ἅγιος καὶ τὸ ρητὸ τοῦ Κορανίου «εἴργασαι τὴν γῆν, ἣν ὁ Θεὸς ἔδωκέ σοι, καὶ φιλοκάλησον αὐτήν»[21], ἀναφερόμενο στὴ γυναῖκα καὶ σταματάει τὸ θέμα ἐδῶ, αἰδούμενος νὰ μολύνει τὴ γλῶσσα του καὶ τὴ σκέψη τῶν ἀναγνωστῶν μὲ ἄλλα παρόμοια αἰσχρὰ πράγματα τοῦ Μωάμεθ.
Ἡ δεύτερη περικοπή, τὴν ὁποία ἐπεξεργάζεται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, σχετίζεται μὲ τὴν καμήλα τοῦ Θεοῦ. Μὲ σκωπτικὴ διάθεση διηγεῖται ὅτι μιὰ καμήλα, σταλμένη ἀπ’ τὸ Θεό, ἤπιε ὅλο τὸ ποτάμι καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀνάμεσα ἀπὸ δύο βουνά, ἐπειδὴ δὲν χωροῦσε. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, ἕνας λαὸς στὸν τόπο ἐκεῖνο, ποὺ τὴ μιὰ μέρα ἔπινε ἐκεῖνος τὸ νερὸ καὶ τὴν ἑπομένη ἡ καμήλα, πίνοντας τὸ νερό, τοὺς ἔτρεφε δίνοντάς τους γάλα ἀντὶ γιὰ νερό. Καὶ ρωτᾶ ὁ Ἅγιος τοὺς Σαρακηνούς: «Γιατὶ ὁ προφήτης σας, στὸν ὁποῖο, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, μίλησε ὁ Θεός, δὲν ἔμαθε γιὰ τὴν καμήλα, ποιὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ συμβολισμός της, ποιὰ ἦταν ἡ καμήλα, ποιὸς ὁ λαὸς ποὺ ἔπινε τὸ γάλα, ποῦ βρίσκεται τώρα ἡ καμήλα»; Κάνει λόγο, ἐπίσης, καὶ γιὰ τὶς παχυλὲς ἀντιλήψεις ποὺ ἔχουν οἱ Μουσουλμάνοι γιὰ τὸν Παράδεισο, λέγοντας ὅτι μπορεῖ ἡ καμήλα νὰ βρίσκεται στὸν Παράδεισο, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἀγαρηνοὺς στὸν Παράδεισο κυλοῦν τρία ποτάμια, ἕνα μὲ νερό, ἕνα μὲ κρασὶ καὶ ἕνα μὲ γάλα. Τελικά, ὅμως, τοὺς βεβαιώνει μὲ αὐστηρότητα, ποῦ βρίσκεται ἡ καμήλα καὶ ποῦ θὰ καταλήξουν κι αὐτοί, ὅτι δηλαδὴ ἡ θαυμάσια καμήλα τους βρίσκεται σὲ ψυχὲς ὄνων, ὅπου κι αὐτοὶ πρόκειται νὰ ζήσουν ὡς κτηνώδεις, πηγαίνοντας ὡς πρόδρομος αὐτῶν, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται τὸ «σκότος τὸ ἐξώτερον καὶ κόλασις ἀτελεύτητος, πῦρ ἠχοῦν, σκώληξ ἀκοίμητος καὶ ταρτάριοι δαίμονες»[22]. Ἀπὸ τὸ τελευταῖο ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰσλαμισμὸς εἶναι μιὰ δαιμονικὴ θρησκεία, ἡ ὁποία τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ προσφέρει στοὺς ἀκολούθους της εἶναι ἡ παράδοση τῶν ψυχῶν τους στὸν δαίμονα καὶ ἡ ὁριστικὴ ἀπώλειά τους. Δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας.
Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ἀπὸ τὴν περίοδο (1353 - 1354) τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὴ Μ. Ἀσία προέκυψαν τρία αἰχμαλωσιακὰ κείμενα˙ δύο ἐπιστολὲς γραμμένες ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο Γρηγόριο (Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν καὶ ἐπιστολὴ πρὸς ἀνώνυμον ὅτε ἑάλω) καὶ μία διάλεξη μεταξὺ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ τῶν Χιόνων (ἐξισλαμισθέντων χριστιανῶν) (Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας), ἡ ὁποία καταγράφηκε ἀπὸ τὸν ἰατρὸ Ταρωνείτη. Τὰ κείμενα αὐτὰ περιέχουν μεταξὺ ἄλλων τρεῖς συζητήσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου: α) μὲ τὸν Ἰσμαήλ, ἐγγονὸ τοῦ ἐμίρη Ὀρχάν, β) μὲ τοὺς Χιόνες καὶ γ) μὲ ἕνα τασιμάνη, μουσουλμάνο θρησκευτικὸ λειτουργό[23].
Θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας στὴ θεολογικὴ συζήτηση, ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μὲ τὸν Ἰσμαήλ, τὸν ἐγγονὸ τοῦ ἐμίρη Ὀρχάν[24], ἡ ὁποία σώζεται στὸ ἔργο του «Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν». Ἡ διάλεξη αὐτὴ διεξήχθη τρεῖς μῆνες (Ἰούνιος τοῦ 1354) μετὰ τὴ σύλληψή του στὴν Προῦσα στὴν ἔπαυλη τοῦ Ὀρχάν.
«Ὁ Ἰσμαήλ, περιτριγυρισμένος ἀπὸ μερικοὺς ἄρχοντες, προσκάλεσε τὸν Άγιο Γρηγόριο σ’ ἕνα χλοερὸ μέρος, ὅπου τοῦ προσεφέρθησαν φροῦτα. Ἡ ἀποχὴ τοῦ ἁγιορείτη Παλαμᾶ ἀπὸ τὸ κρέας ἀποτέλεσε καὶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν πρώτη ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἀπηύθηνε ὁ ὑψηλὸς συνομιλητής του, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφερόταν νὰ πληροφορηθεῖ, ἐὰν ὁ ἅγιος Γρηγόριος δὲν ἔτρωγε ποτὲ κρέας καὶ γιὰ ποιὸν λόγο[25]. Τὸ ἐνδιαφέρον του ἀσφαλῶς προερχόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία του νὰ διακριβώσει κατὰ πόσον ἡ νηστεία τῶν χριστιανῶν παρουσίαζε ὁμοιότητες μὲ τὴ νηστεία, ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὸ Κοράνιο νὰ τηρεῖται κατὰ τὸν μῆνα τοῦ Ραμαζανίου καὶ συνιστᾶ ἕνα ἀπὸ τοὺς πέντε «στύλους τοῦ Ἰσλάμ».
Στὸ κατὰ Ματθαῖον ἅγιο Εὐαγγέλιο μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, πρὶν πειρασθεῖ ὑπὸ τοῦ διαβόλου μὲ τοὺς γνωστοὺς τρεῖς πειρασμούς, «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα, ὕστερον ἐπείνασε»[26]. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τονίζει καὶ τὸ «νύκτας τεσσαράκοντα». Δὲν ἀρκοῦσε, δὲν ἔφθανε νὰ πεῖ μόνο «ἡμέρας τεσσαράκοντα»; Λέει καὶ «νύκτας τεσσαράκοντα» γιὰ ἀπολογητικὸ καὶ ἀντιαιρετικὸ σκοπό. Αὐτὴ ἡ φράση ξεχωρίζει καὶ διακρίνει τὴν Ὀρθοδοξία στὸ θέμα τῆς νηστείας ἀπὸ τὴ θρησκεία τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, μὲ τὴν ὁποία κακῶς γίνονται διάλογοι καὶ συναντήσεις σὰν ἴσοι πρὸς ἴσους. Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι νηστεύουν ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, μόνο ὅμως τὴν ἡμέρα, καὶ τὴ νύκτα, τὸ βράδυ καταλύουν τὴ νηστεία καὶ ὀργιάζουν. Τὴν ἡμέρα νηστεύουν καὶ τὸ βράδυ συμπόσια, ποτὰ καὶ φαγητά. Εἶναι ὅμως αὐτὴ νηστεία; Ὄχι βέβαια. Ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι νηστεύουμε, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Κυρίου μας, σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύκτες, σαράντα νυχθήμερα ἢ ἡμερονύκτια καὶ μετά, «ὕστερον» καταλύουμε τὴ νηστεία. «Νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα, ὕστερον ἐπείνασε».
Στὴ συνέχεια ὁ Ἰσμαὴλ τὸν ρωτᾶ ἂν οἱ Χριστιανοὶ δεχόμασθε καὶ ἀγαποῦμε τὸν προφήτη τους Μωάμεθ˙ «ἐκεῖνος ἥρετο πάλιν, εἰ δεχόμεθα καὶ ἀγαπῶμεν καὶ ἡμεῖς τὸν προφήτην αὐτῶν Μεχούμετ»[27]. «Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀμέσως ἀπάντησε ὅτι οὔτε τὸν δεχόμασθε οὔτε τὸν ἀγαποῦμε τὸν Μωάμεθ. Ὅταν ὁ Ἰσμαὴλ τοῦ ζήτησε τὸν λόγο αὐτῆς τῆς ἀρνήσεως καὶ ἀπορρίψεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἶπε ὅτι δὲν πιστεύουμε στὴ διδασκαλία του, ἀπορρίπτουμε τὴ διδασκαλία του, καὶ ἑπομένως γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν δεχθοῦμε καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσουμε ὡς διδάσκαλο καὶ προφήτη˙ «τῷ μὴ πιστεύοντι τοῖς τοῦ διδασκάλου λόγοις οὐκ ἕνι τὸν διδάσκαλον ὡς διδάσκαλον ἀγαπᾶν»[28]»[29].
«Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος μεταφέρεται στὴ Νίκαια. Κάποια μέρα ἐξῆλθε γιὰ περίπατο ἔξω ἀπὸ τὴ πόλη ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πύλη. Συνέπεσε τότε νὰ κηδεύουν οἱ Μουσουλμάνοι κάποιον ὁμόπιστό τους. Ὁ Ἅγιος παρακολουθοῦσε τὰ τελούμενα ἐκ τοῦ μακρόθεν. Ὅταν ἐπέστρεφαν, κάθησαν μαζὶ μὲ ἕνα τασιμάνη, ἕνα μουσουλμάνο κληρικὸ δηλ., στὸ μέρος ὅπου καθόταν καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ζήτησε κάποιον ποὺ νὰ γνωρίζει καὶ τὶς δύο γλῶσσες, μὲ δική του πρωτοβουλία ἄνοιξε συζήτηση μὲ τὸν τασιμάνη. Μὲ ἀφορμὴ τὰ τελεσθέντα κατὰ τὴν κηδεία ὁ διάλογος περιεστράφη γύρω ἀπὸ τὴν σχετικὴ τελετουργία καὶ τὴν μέλλουσα κρίση.
Παρατήρησε ὁ Ἅγιος ὅτι θὰ ἔπρεπε οἱ εὐχές τους, νὰ ἀναπέμπονται πρὸς τὸν Χριστό, ἐφ’ ὅσον, ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι πιστεύουν, κριτὴς ὅλων θὰ ἔλθει ὁ Χριστός. Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, ὅπως καὶ σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Δανιήλ. Ἑπομένως ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς θὰ κρίνει τὴν οἰκουμένη, δὲν εἶναι διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴν θεότητα, ὅπως δὲν εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο τὸ ἡλιακὸ ἀπαύγασμα. Ὁ τασιμάνης φάνηκε νὰ δυσανασχετεῖ. Ἀνέπτυξε καὶ τὶς δικές του θέσεις, ἐνῶ ἐν τῷ μεταξὺ συγκεντρώθηκαν πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Τοῦρκοι, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ συζήτηση. Eἶπε λοιπὸν ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται ὅλους τοὺς προφῆτες καὶ τὸν Χριστό, πιστεύουν δὲ ὅτι καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεϊκὴ ἀποκάλυψη, κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ. Στραφεὶς δὲ πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δὲ πῶς οὐ δέχεσθε τὸν ἡμέτερον προφήτην, οὐδὲ πιστεύετε τῷ τούτου βιβλίῳ, ἐξ οὐρανοῦ καὶ αὐτὸ καταβάντι»;[30].
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι πλήρης, θαρραλέα καὶ ἀποφασιστική, ὅπως θὰ δοῦμε. Προϋποθέτει μάλιστα γνώση τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τῶν πρὸ αὐτοῦ ἁγίων, ἰδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Λέγει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ἀπαντώντας στὸν τασιμάνη, ὅτι εἶναι παλαιότατη συνήθεια νὰ μὴ δεχόμασθε τίποτε ὡς ἀληθές, ἂν δὲν ὑπάρχουν σχετικὲς μαρτυρίες. Οἱ μαρτυρίες εἶναι δύο εἰδῶν˙ τὸ ἕνα εἶδος μαρτυρίας εἶναι τὰ ἴδια τὰ ἔργα καὶ τὰ πράγματα, τὸ ἄλλο οἱ μαρτυρίες ἀπὸ ἀξιόπιστα πρόσωπα. Ἀναφέρεται στὸν προφήτη Μωϋσὴ καὶ στὶς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν γι’ αὐτὸν μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος «μετὰ ἐξαισίων ὢν εἰργάσατο πολλῶν καὶ μεγάλων, καὶ παρ’ αὐτοῦ Μωσέως καὶ τῶν ἄλλων προφητῶν μαρτυρεῖται»[31]. Δὲν ισχύει τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὸν Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος οὔτε μαρτυρεῖται ἀπὸ τοὺς προφῆτες οὔτε ἔκανε κάποιο θαῦμα ἀξιόλογο˙ «Τὸν δὲ Μεχούμετ οὔτε παρὰ τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τὶ ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ οὐδὲ τῷ παρ’ αὐτοῦ βιβλίῳ»[32].
Ὁ τασιμάνης δυσανασχέτησε˙ ἀπολογήθηκε, ὅμως, προβάλλοντας τὸ ἐπιχείρημα ὅτι στὸ Εὐαγγέλιο ὑπῆρχαν μαρτυρίες γιὰ τὸν Μωάμεθ, ἀλλὰ τὶς ἔσβησαν, τὶς ἐξαφάνισαν οἱ Χριστιανοί, καὶ ὅτι δεῖγμα θεϊκῆς εὐλογίας καὶ ἀποδοχῆς τοῦ Μωάμεθ εἶναι ὅτι διαρκῶς ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύση, σὲ ὅλη δηλ. τὴν οἰκουμένη, ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει νίκες ἐναντίον τῶν ἄλλων ἐθνῶν˙ «Ἀλλὰ καὶ ἐξ ἄκρας ἀνατολῆς ἐξελθὼν ἡλίου, μέχρι καὶ τῆς αὐτοῦ δύσεως, ὡς ὁρᾶς, νικῶν κατήντησεν»[33].
Εἶναι συντριπτικὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὰ ἐπιχειρήματα αὐτὰ τοῦ τασιμάνη. Λέγει ἐν πρώτοις ὅτι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀποκόπηκε οὔτε τροποποιήθηκε τὸ παραμικρό. Ὑπάρχουν γι’ αὐτὸ φρικτὲς ἐντολές˙ ὅποιος τολμήσει νὰ ἀποκόψει κάτι ἢ νὰ τὸ ἀλλάξει ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸν Χριστό. Κανεὶς Χριστιανὸς δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ ἀποκόψει ἢ νὰ ἀλλάξει τὰ θεοχάρακτα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε καὶ οἱ πολλὲς μεταφράσεις τοῦ Εὐαγγελίου μαρτυροῦν γι’ αὐτό˙ θὰ εἶχε γίνει ἀντιληπτὴ ἡ ὁποιαδήποτε παραχάραξη. Ἀκόμη καὶ πολλοὶ αἱρετικοί, ποὺ συμφωνοῦν σὲ μερικὰ μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, δὲν ἔχουν νὰ δείξουν τέτοιο παραλλαγμένο Εὐαγγέλιο. Στὸ Εὐαγγέλιο ἄλλωστε ὑπάρχουν ἐμφανῶς διδασκαλίες ἀντίθετες πρὸς τὴν διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ˙ πῶς λοιπὸν θὰ μαρτυροῦσε τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν Μωάμεθ; Ἐπὶ πλέον δὲν ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο τίποτε σχεδὸν ποὺ νὰ μὴν ἔχει προλεχθῆ ἀπὸ τοὺς προφῆτες˙ ἂν λοιπὸν ὑπῆρχε γραμμένο κάτι γιὰ τὸν Μωάμεθ, θὰ τὸ εἶχαν πρoείπει καὶ οἱ προφῆτες. Ἀντίθετα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο ὑπάρχει γραμμένο καὶ ὄχι σβησμένο ὅτι «ἐλεύσονται πολλοὶ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ πολλοὺς πλανήσουσι». Γι’ αὐτὸ καὶ παραγγέλει: «Μὴ οὖν πλανηθῆτε ὀπίσω αὐτῶν»[34]. Εἶναι βέβαια σωστὸ ὅτι ὁ Μωάμεθ προχώρησε ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὴ Δύση νικώντας τοὺς ἄλλους λαούς. Πῶς τὸ κατόρθωσε ὅμως αὐτό; «Πολέμῳ καὶ μαχαίρᾳ καὶ λεηλασίαις καὶ ἀνδραποδισμοῖς καὶ ἀνδροκτασίαις ὧν οὐδὲν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστί, τοῦ ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου δὲ μᾶλλον προηγούμενον θέλημα»[35]. Καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Δύση καὶ κατέκτησε τὴν Ἀνατολή. Καὶ πολλοὶ ἄλλοι σὲ διάφορες ἐποχὲς μὲ τὰ στρατεύματά τους κατέκτησαν μεγάλα τμήματα τῆς οἰκουμένης. Σὲ κανένα ὅμως ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὶς ψυχές τους, ὅπως ἐσεῖς στὸν Μωάμεθ. Ἄλλωστε μολονότι χρησιμοποίησε ὁ Μωάμεθ τὴ βία καὶ κολάκευε τὶς ἡδονές, ἐν τούτοις δὲν κατέκτησε καὶ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Ἀντίθετα ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ἀπομακρύνει ἀπ’ ὅλες τὶς ἡδονὲς τῆς ζωῆς, ἐξαπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, χωρὶς νὰ χρησιμοποιήσει βία, ἀλλὰ μᾶλλον νικώντας τὴν βία ποὺ ἄλλοι ἀσκοῦσαν ἐναντίον της, ὥστε πράγματι μόνον αὐτὴ νὰ μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς ἡ νίκη ποὺ νίκησε τὸν κόσμο[36].
Ἡ συντριπτικὴ καὶ θαραλλέα ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἐξόργισε τοὺς Τούρκους. Οἱ παρατυχόντες Χριστιανοὶ παρατήρησαν τὶς κακὲς διαθέσεις τους καὶ μὲ νοήματα προέτρεψαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο νὰ μετριάσει τοὺς λόγους, ὁ ὁποῖος πράγματι χαμογελώντας μὲ ἱλαρότητα εἶπε ὅτι εἶναι φυσικὸ νὰ διαφωνοῦμε, γιατὶ διαφορετικὰ θὰ εἴχαμε τὴν ἴδια πίστη[37].
Ἀνταποκρινόμενος στὴν τελευταία αὐτὴ ἐξ ἀνάγκης προκληθείσα συναινετικὴ ἀτμόσφαιρα κάποιος ἀπὸ τοὺς Τούρκους εἶπε ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε καιρὸς ποὺ θὰ συμφωνήσουμε μεταξὺ μας: «Ἔσται ποτὲ ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Στὴ διαπίστωση αὐτὴ συνεφώνησε καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, δίνοντας κατ’ οἰκονομίαν τόπο στὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, καὶ ἀσφαλῶς χωρὶς ποτὲ νὰ πιστεύσει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ συμφωνήσουμε Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ διευκρινήσουμε, πράγμα τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψιν μας, ὅτι κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὅλοι θὰ δοῦν πρόσωπο πρὸς πρόσωπο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ὅλοι θὰ Τὸν προσκυνήσουν, ἀλλὰ δὲν θὰ σωθοῦν ὅλοι. Ἄλλοι θὰ ἀναστηθοῦν «εἰς κρίσιν», δηλ. θὰ πᾶνε στὴ κόλαση καὶ ἄλλοι «εἰς ἀνάστασιν ζωῆς», δηλ. θὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο. Ἡ Ἀνάσταση θὰ εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλους, θὰ εἶναι Καθολική Ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὄχι, ὅμως, καὶ τῆς θελήσεως. Ὁ καθένας μας θὰ κριθεῖ σύμφωνα μὲ τὶς πράξεις, τοὺς λόγους καὶ τὶς σκέψεις του. Ἐὰν στὴν ἐπίγεια ζωὴ ὁ καθένας μας πιστεύει ὀρθόδοξα καὶ ζεῖ ὀρθόδοξα, τότε ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἱεροσολύμων καὶ τὸν ἅγιο Συμεώνα τὸν Νέο Θεολόγο.
Ἑπομένως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εὐχόμενος ὅτι κάποτε θὰ συμφωνήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ μὲ τοὺς Μουσουλμάνους εἶχε ὑπόψιν του τὰ πατερικὰ λόγια τῶν δύο παραπάνω ἁγίων. Εὐχήθηκα, λέγει, πράγματι νὰ ἔλθει ὁ καιρὸς ἐκεῖνος: «Συνεθέμην γὰρ μνησθεὶς τῆς τοῦ ἀποστόλου φωνῆς, ὅτι ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός˙ τοῦτο δ’ ἔσται πάντως ἐν τῇ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[38]»[39].
Πράγματι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος συνεφώνησε ὅτι θὰ ἔλθει κάποτε καιρὸς ποὺ θὰ συμφωνήσουμε μεταξύ μας οἱ Χριστιανοὶ καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ εἶπε δίνοντας κατ’ οἰκονομίαν τόπο στὴν ὀργὴ τῶν Τούρκων, ποὺ εἶχε ξεσπάσει ἐναντίον του καὶ ἀσφαλῶς χωρὶς ποτὲ νὰ πιστεύσει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ συμφωνήσουμε Χριστιανοὶ καὶ Μουσουλμάνοι. Τὴν συμφωνία αὐτὴ τὴν βλέπει νὰ πραγματοποιεῖται ὄχι στὸ ἱστορικὸ ἐπίπεδο, σὲ κάποια μελλοντικὴ περίοδο τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ σὲ ὑπεριστορικὸ ἐπίπεδο, μετὰ τὴν Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ[40].
Ἐπιμείναμε λίγο περισσότερο στὴν ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση τοῦ παραπάνω χωρίου, γιατὶ ἔχει παρερνηνευτεῖ κατάφορα καὶ διαστρεβλωθεῖ ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς θιασῶτες καὶ ὑπερμάχους τοῦ διαθρησκευτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ὅπως π.χ. ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστὴ Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο.
Σὲ μήνυμά του στὴν ΣΤ΄ Ἀκαδημαϊκὴ Συνδιάσκεψη, ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀθήνα 8/10-9-1994, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Ἐν συναντήσει, λοιπόν, ἦν ὁ μέγας Θεολόγος τοῦ ΙΔ΄ αἰῶνος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἔσχε μετ’ ἐξεχουσῶν προσωπικοτήτων τοῦ Ἰσλάμ, εἰς τούτων ἐδήλωσεν αὐτῷ ὅτι ‘θὰ ἔλθῃ ποτὲ ὁ χρόνος καθ’ ὃν θὰ ἐπέλθῃ ἡ μεταξὺ αὐτῶν ἀλληλοκατανόησις’, ὁ Ἅγιος δὲ συνεφώνησε καὶ ἐξέφρασε τὴν εὐχὴν ὅπως ὁ χρόνος οὗτος ἔλθῃ ταχέως.
Τὴν εὐχὴν ἀκριβῶς ταύτην ἐπαναλαμβάνομεν καὶ ἡμεῖς σήμερον καὶ ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ καταλλαγῆς, ὑπερβαίνοντι τὴν κατὰ τὸ παρελθὸν στεῖραν θρησκευτικήν–θεολογικὴν ἀντιπαράθεσιν, εὐλογοῦμεν τὴν καταβαλλομένην ἐκ νέου καὶ παρὰ τοὺς ὑφισταμένους πειρασμοὺς προσπάθειαν τῶν δύο μεγάλων ἀβρααμικῶν παραδόσεων»[41].
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ θέλαμε νὰ σημειώσουμε τὴν κατάφορη παρερμηνεία ποὺ κάνει ὁ Παναγιώτατος τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ ὁποία ἐμφανίζει τὸν Ἅγιο ὡς προασπιστὴ αὐτῆς τῆς ἀλληλοκατανοήσεως ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Παναγιώτατος καὶ οἱ τῶν διαθρησκειακῶν πρεσβεύουν καὶ μὲ τὴν ὁποία παρερμηνεία θεωροῦν ὅτι αὐτοὶ τώρα πραγματοποιοῦν τὰ λεγόμενα τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἦλθε τώρα ἡ ἐποχὴ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως, πράγματα τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ξεκάθαρη βλασφημία πρὸς αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου. Τὰ λεγόμενα, ὅμως, τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἀποδείξαμε παραπάνω, εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ἑπομένως, οἱ τοῦ διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ πλανῶνται πλάνην οἰκτρὰν καὶ μακρὰν ἀπέχουν τῆς ὁδοῦ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ δὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Συνεχίζουμε μὲ τὴν τρίτη συζήτηση, τὴν «Διάλεξη πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας». Ἡ διάλεξη αὐτὴ μεταξὺ τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν Χιόνων (ἐξισλαμισθέντων χριστιανῶν) ἔγινε μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἐμίρη Ὀρχὰν στὴν ἔπαυλή του, ποὺ βρισκόταν σὲ λοφώδη περιοχή. Τὴ νευραλγικότητα τῆς διαλέξεως φανερώνει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἐμίρης εἶχε ὁρίσει ὡς προκαθήμενο τῆς συζητήσεως τὸν στρατηγὸ Παλαπάνο. Ἡ σύνταξη τῆς διαλέξεως ἀποδίδεται στὸν ἰατρὸ τοῦ ἐμίρη, Ταρωνείτη.
«Ὁ παριστάμενος στὴ θέση τοῦ ἀμηρᾶ ἄρχων Παλαπάνος, γνωρίζοντας προφανῶς τὴν ἀπάντηση ποὺ εἶχε δώσει ἐνωρίτερα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος στὸν Ἰσμαὴλ ὑπέβαλε τώρα τὴν ἴδια ἐρώτηση, συμπληρωμένη ὅμως μὲ κάποια διαπίστωση ἐλλείψεως ἀμοιβαιότητος καὶ ἀλληλοκατανοήσεως μὲ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν, διότι ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τὸν Χριστό, τὸν τιμοῦν καὶ τὸν ἀγαποῦν, ὅπως καὶ τὴν μητέρα του, δὲν πράττουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν Μωάμεθ˙ «Ὁ αὐθέντης ὁρίζει σέ εἰπεῖν πῶς ἡμεῖς μὲν δεχόμεθα τὸν Χριστὸν καὶ ἀγαπῶμεν καὶ τιμῶμεν καὶ λέγομεν αὐτὸν εἶναι τοῦ Θεοῦ λόγον καὶ πνοήν, ἔχομεν δὲ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ πλησίον τοῦ Θεοῦ, ὑμεῖς οὐ δέχεσθε τὸν προφήτην ἡμῶν, οὐδὲ ἀγαπᾶτε αὐτόν»[42];
Τώρα καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι συμπληρωμένη καὶ ὁλοκληρωμένη σὲ σχέση μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στὸν Ἰσμαήλ. Δὲν πιστεύουμε στὴ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ, «διὰ τοῦτο οὐκ ἀγαπῶμεν ἡμεῖς τὸν Μεχούμετ »[43]. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδίδαξε ὅτι θὰ ἔλθει πάλι, γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο˙ καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ μὴ δεχθοῦμε κανένα ἄλλον πρὸ τῆς δικῆς του παρουσίας. Ἔλεγε ἐπίσης πρὸς ὅσους δὲν πίστευαν σ’ αὐτόν, ὅτι ἦλθε ἐξ ὀνόματος τοῦ Πατρὸς καὶ δὲν τὸν δέχθηκαν˙ «ἐὰν ἔλθει κάποιος ἄλλος στὸ δικό του ὄνομα, αὐτὸν θὰ τὸν δεχθοῦν». Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ὁ ὑπαινιγμὸς ὅτι ὁ Μωάμεθ ἦταν αὐτόκλητος καὶ ὄχι θεόκλητος, ἀπόστολος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅμως τὸν δέχθηκαν οἱ Μουσουλμάνοι. Προσθέτει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, γιὰ νὰ αἰτιολογήσει τὴν ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν ἀπόρριψη τοῦ Μωάμεθ, ὅσα λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Γαλάτας˙ «Κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»[44]»[45].
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς κατατάσσει τὸν Ἰσλαμισμὸ στὶς αἱρέσεις καὶ ὡς τέτοια τὸν ἀντιμετωπίζει. Τὸν ὀνομάζει, ἐπίσης, λαοπλάνο θρησκεία καὶ πρόδρομο τοῦ Ἀντιχρίστου. Αὐτό, βέβαια, καταδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν τριῶν σχετικῶν ἔργων του.
Στὸ πρῶτο, τὸ «Περὶ αἱρέσεων», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸ δεύτερο μέρος τοῦ δογματικοῦ ἔργου του «Πηγὴ γνώσεως», μᾶς παρουσιάζει τὴν προέλευση, τὴν καταγωγή, τὴν διαμόρφωση, τὸ θρησκευτικὸ πιστεύω τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, τὴν σχέση του μὲ τὶς ἄλλες αἱρέσεις, ἀποδεικνύει τὴν ἔλλειψη ὁποιωνδήποτε μαρτυριῶν περὶ αὐτοῦ, ἀντικρούει διάφορες κατηγορίες κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἀναφέρεται περιληπτικὰ σὲ κάποια χωρία τοῦ Κορανίου.
Στὸ δεύτερο ἔργο του, τὴ «Διάλεξη Σαρακηνοῦ καὶ Χριστιανοῦ», τὸ ἐνδιαφέρον ἐπικεντρώνεται γύρω ἀπὸ τὰ ἑξῆς θέματα: τὴν ἐλευθερία τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, τὸ πεπρωμένο, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (σάρκωση, δύο φύσεις, δύο ἐνέργειες), ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Στὸ τρίτο ἔργο του, τὸ «Ἐκ τῶν πρὸς τοὺς Σαρακηνοὺς ἀντιρρήσεων τῶν αὐτοῦ (Θεοδώρου τοῦ τὸ ἐπίκλην Ἀβουκαρα ἐπισκόπου Καρῶν) διὰ φωνῆς Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ» κύριο θέμα εἶναι ἡ παντελὴς ἔλλειψη μαρτυρίας καὶ ἐγγυήσεως γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ προφήτου Μωάμεθ καὶ τῆς διδασκαλίας του.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἀναπτύσσει ὑψηλὸ καὶ σοβαρὸ θεολογικὸ διάλογο – τὸ θεωρεῖ, ἄλλωστε, ἀνώφελο καὶ ἀνάξιο γιὰ μιὰ θρησκεία, στὴν ὁποία ἐπικρατεῖ μεγάλη σύγχυση – ἀλλὰ ἀντιμετωπίζει τὸ Ἰσλὰμ χρησιμοποιώντας τὴν μέθοδο τῆς γελοιοποιήσεως καὶ λογικὰ ἐπιχειρήματα. Ἡ γνώση καὶ ἡ γνώμη του προέρχονται ἀπὸ τὴν θεωρητικὴ ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ ἐπαφή, ποὺ εἶχε μαζί του. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι αὐθεντικὴ καὶ βαρύνουσας σημασίας. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς κυριώτερες πηγές, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀντλοῦν καὶ οἱ μεταγενέστεροι βυζαντινοὶ καὶ μὴ θεολόγοι, ὅταν ἀσκοῦν τὴν ἀντιρρητική τους κριτικὴ ἔναντι τοῦ Ἰσλάμ.
Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο διαπραγματεύεται τὸ φαινόμενο τοῦ Ἰσλαμισμοῦ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φανερώνει ὅτι ἡ γνώση του βασίζεται κατὰ κύριο λόγο στὴν προσωπικὴ ἐμπειρία ποὺ ἀπέκτησε ἀπὸ τὴν ἐπαφή του μὲ τοὺς Τούρκους, κατὰ τὴν περίοδο τῆς αἰχμαλωσίας του, καὶ ἀπὸ τὴν προφορικὴ παράδοση τοῦ Κορανίου, παρὰ τὴν ἐπισταμένη μελέτη τοῦ Ἰσλάμ.
Ὅπως καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ Πατέρες θεωροῦν τὸ Ἰσλὰμ ὡς μία ἐπικίνδυνη θρησκεία καὶ τὸν Μωάμεθ ὡς πρόδρομον τοῦ ἀντιχρίστου (ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς κ.ἄ.) ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος φαίνεται νὰ ἀντιμετωπίζει τὸν Ἰσλαμισμὸ ὡς μία αἵρεση μὲ ἰουδαϊκὲς καταβολές˙ καὶ τὸν ἀντιμετωπίζει ἀπὸ θέσεως ἰσχύος ἔστω καὶ ἂν εὑρίσκεται αἰχμάλωτος στὰ χέρια τῶν Μουσουλμάνων. Ἀπαξιεῖ νὰ ἀναπτύξει ὑψηλὴ θεολογικὴ συζήτηση, ὄχι ὅμως καὶ νὰ μὴν ἐκθέσει τὶς βασικὲς δογματικὲς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως, εἰς ἀπάντησιν τῶν ἐρωτήσεων καὶ ἀντιρρήσεων ποὺ προέβαλλαν οἱ μουσουλμάνοι συνομιλητές του, οἱ ὁποῖοι, ἄλλωστε, δὲν φαίνεται νὰ εἶχαν ιδιαιτέρως ὑψηλὴ θεολογικὴ παιδεία. Ἄλλωστε, ἡ θρησκεία τους χαρακτηρίζεται γιὰ τὶς χονδροειδεῖς καὶ παχυλὲς περὶ Θεοῦ, ἁμαρτίας, παραδείσου, ἐλευθερίας καὶ αὐτεξουσίου ἀντιλήψεις καὶ προκαλεῖ τὴν δίκαιη ἐν μέρει, ὄχι ὅμως καὶ εὔλογη περιφρόνηση.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὑπεραμύνεται τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ οἱ συνομιλητές του τὴν ἀρνοῦνταν, θεωρώντας Τον ὡς δοῦλο καὶ κτίσμα τοῦ Θεοῦ. Συζητήθηκαν ἐπίσης θέματα, ὅπως ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ νηστεία καὶ ἡ μετὰ θάνατον ζωή, ἐπισημαίνοντας τὸ διαφορετικὸ ὑπόβαθρό τους, στοιχεῖο ποὺ καθιστᾶ ἐμφανὴ τὴν διαφορὰ μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰσλαμισμοῦ. Τέλος, συζητήθηκαν καὶ τὰ θέματα τῆς περιτομῆς καὶ τῶν εἰκόνων, τὰ ὁποῖα εἶχαν μεταφυτευθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμὸ στὸν Ἰσλαμισμό.
Ἂν καὶ οἱ θέσεις τῶν δύο διαλεγομένων ἦταν τελείως ἀντίρροπες (κατακτητής-αἰχμάλωτος), ὁ πρῶτος στάθηκε πολὺ ἀδύνατος, ἰσχνός, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, στὸ νὰ ἀντιμετωπίσει, νὰ ἀντισταθεῖ στὴν θεολογικὴ κατάρτιση καὶ παιδεία τοῦ αἰχμαλώτου. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰκόνα ποὺ παρέχεται ἀπὸ τὰ τρία κείμενα τῆς αἰχμαλωσίας του, εἶναι μία εἰκόνα νίκης τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τοῦ Ἰσλαμισμοῦ. Πατώντας ὁ ἅγιος στὸ στερεὸ ἔδαφος τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, πέτυχε νὰ σύρει τοὺς συνομιλητές του στὴν ἀποδοχὴ τῶν θέσεών του καὶ στὴν ὁμολογία τῆς ἀληθείας τῶν λόγων του[46].
Δυστυχῶς, ὅμως, στὴν σύγχρονη ἐποχή, πού, κάλλιστα, μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ἐποχὴ τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ, οἱ πάγιες καὶ θεόπνευστες αὐτὲς θέσεις τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας περὶ τῶν ἄλλων θρησκειῶν καὶ συγκεκριμένα περὶ τοῦ Ἰσλαμισμοῦ περιθωριοποιοῦνται καὶ προδίδονται ὑπὸ ἀρκετῶν ἡγετικῶν στελεχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ὀρθόδοξων θεολόγων, οἱ ὁποῖοι φθάνουν στὸ ἔσχατο σημεῖο νὰ λένε ἐπισήμως ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, νὰ δωρίζουν Κοράνια καὶ νὰ προβάλλουν τὸν Ἀλλὰχ καὶ τὸν Μωάμεθ, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἐσχάτη κατάπτωση καὶ de facto ἐφαρμογὴ τῆς μεταπατερικῆς αἱρέσεως. Ἤδη στὴν ἀρχὴ παρουσιάσαμε ἀρκετὲς τέτοιες ἐπίσημες δηλώσεις καὶ ἐνέργειες. Ὅλοι αὐτοὶ πορεύονται τὴν ἰδιωτικὴ ὁδὸ τοῦ ἐπαράτου διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἀντιχρίστου Πανθρησκείας, Νέας Ἐποχῆς καὶ Νέας Τάξεως Πραγμάτων, ἐρχόμενη σὲ πλήρη ἀντίθεση καὶ σφοδρὴ σύγκρουση μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ ὁδό. Μποροῦμε ποτὲ νὰ φαντασθοῦμε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους ἐνδόξους Νεομάρτυρες, ποὺ μαρτύρησαν ἐπὶ Τουρκοκρατίας, νὰ συναγελάζονται, νὰ συμπροσεύχονται, νὰ ἐπαινοῦν καὶ νὰ ἐκθειάζουν τὸ Ἰσλάμ, νὰ δωρίζουν Κοράνια, ἀποκαλώντας τα «ἅγια», καὶ νὰ προβάλλουν τὸν Ἀλλὰχ καὶ τὸν Μωάμεθ; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νουθετεῖ:«Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις.Τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; Τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; Ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; Τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων»[47];
Τέλος, θὰ θέλαμε νὰ καταθέσουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
1. Εἴμασθε ἀντίθετοι μὲ τὸν τρόπο διεξαγωγῆς τῶν διαθρησκειακῶν διασκέψεων καὶ μὲ τὸν τρόπο συμμετοχῆς σ’ αὐτὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ κάθε ἄλλης Ὀρθοδόξου τοπικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, καὶ ἄλλων Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιεπισκόπων Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ Ἐπισκόπων. Οἱ διαθρησκειακὲς ἐξυπηρετοῦν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει, μέσῳ τοῦ συγκρητισμοῦ, τὴν δημιουργία μίας νέας θρησκείας μὲ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα θὰ ἔχουν ἀφαιρεθεῖ ἀπ’ ὅλες τὶς θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία κηρύσσει τὴν ἀγάπη καὶ δὲν καλλιεργεῖ τὸ μῖσος, ὅπως ἄλλες θρησκεῖες, καὶ ὁποιαδήποτε ἀφαίρεση στοιχείων ἀπὸ τὴν θεόπνευστη Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ Ἱερὰ Κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ἀπαράδεκτος καὶ συνιστᾶ αἵρεση.
2. Δὲν διδάσκουν ὅλες οἱ θρησκεῖες τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ Ἰσλάμ, ὅπως γνωρίζουμε διδάσκει τὴν βία γιὰ τὴν ἐπικράτησή του καὶ ἡ Ἰουδαϊκὴ θρησκεία ἔχει ὡς δόγμα τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Μόνο ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ Ἐκκλησία διδάσκει τὴν ἀγάπη, τὴν συμφιλίωση, τὴν συγχώρηση, τὴν δικαιοσύνη, τὴν εἰρήνη, τὴν ταπείνωση. Αὐτὰ τὴν κάνουν νὰ ξεχωρίζει ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς δύο προηγούμενες θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ὁ τελευταῖος συνεκρότησε Ἱερὲς Ἐξετάσεις, ἔκαψε βιβλία, συμμετεῖχε σὲ βασανιστήρια, ταλαιπώρησε πληθυσμούς, πρωταγωνίστησε σὲ πολέμους καὶ προέβη σὲ γενοκτονίες στὴν Κροατία. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποίησε τέτοιες μεθοδεύσεις. Ἡ συμμετοχὴ στὶς διαθρησκειακὲς προκαλοῦν τὸν πιστὸ Ὀρθόδοξο λαό, γιατὶ τὸν παρουσιάζουν ὡς ἔνοχο καὶ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία ὡς συνένοχο στὶς ἐγκληματικὲς πράξεις, οἱ ὁποῖες γίνονται εἴτε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰσλὰμ εἴτε κατόπιν ἐντολῆς κέντρων, τὰ ὁποῖα ἔχουν καταστήσει καὶ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ θύματά τους. Γιατὶ νὰ διαλέγεται ἡ Ὀρθοδοξία μαζί τους καὶ νὰ ἐκδίδει κοινὲς ἀνακοινώσεις περὶ εἰρήνης ἢ νὰ συμμετέχει σὲ ἐκδηλώσεις γιὰ τὶς προοπτικὲς τοῦ Ἰσλάμ, ὅταν αὐτὸ πρωταγωνιστεῖ σὲ ἐκνόμους ἐνέργειες καὶ μεθοδεύει τὴν ἅλωση τῶν χριστιανικῶν κρατῶν μέσῳ τῆς λαθρομεταναστεύσεως τῶν Μουσουλμάνων; Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν χρειάζεται νὰ συμμετέχει σὲ διαθρησκειακές.
3. Ἡ ἄποψη ποὺ κυριαρχεῖ περὶ εἰρηνικῆς συνυπάρξεως τῶν θρησκειῶν εἶναι ἐσφαλμένη. Εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει παύση τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κατάργηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς τῆς μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει συνεργασία τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἀποφυγὴ ἰδεολογικῶν συγκρούσεων. Εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει ἁρμονικὴ συνύπαρξη τῆς ἀληθείας μὲ τὴν πλάνη, τὴν ἀπάτη καὶ τὸ ψεῦδος˙ τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκότος, τὸν ζόφο μὲ τὸ ἔρεβος˙ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό, μὲ τὸν Διάβολο, ποὺ εἶναι τοῦ σκότους ὁ προστάτης. Τέτοια, ὅμως, συνύπαρξη δὲν εἶναι νοητή, ἀλλὰ ἑωσφορικὴ εἰσήγηση.
Ὁ Χριστὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κηρυχθεῖ στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία Του ὡς ἡ μόνη ἀληθινὴ καὶ τέλεια Ἐκκλησία. Ἐπίσης, εἶπε καὶ τὸ ἑξῆς: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν˙ οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»[48]. Μ’ αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Χριστὸς δὲν τάσσεται, βέβαια, ἐναντίον τῆς εἰρήνης καὶ ὑπὲρ τοῦ πολέμου, ἀλλὰ ἐννοεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία Του θὰ διχάσει τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἄλλοι θὰ πιστεύσουν καὶ ἄλλοι δὲν θὰ πιστεύσουν καὶ οἱ ἄπιστοι θὰ πολεμοῦν τοὺς πιστούς. Τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγκαίως ἐπιφέρει σύγκρουση μεταξὺ τῶν θρησκειῶν, τῆς ἀληθινῆς ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τῶν ψευδῶν ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Εἰ δυνατὸν τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες»[49]. Γιατὶ λέει «εἰ δυνατόν»; Γιατὶ ὑπάρχουν περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο τὸ εἰρηνεύειν. Τέτοια εἶναι ἡ περίπτωση τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἰσχύει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι εἶναι προτιμότερος ἀπὸ τὴν εἰρήνη ὁ πόλεμος. Γιατὶ μιὰ τέτοια εἰρήνη χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό.
4. Ἡ ἄποψη ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴδιες, εἶναι ὄχι μόνο ἐσφαλμένη, ἀλλὰ ἐπικίνδυνη, τρομακτική, προδοτική, παγίδα θανάτου. Δὲν εἶναι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἴδιες. Ναὶ μὲν ὅτι ὑπάρχουν ὁμοιότητες στὴν ὅλη δομὴ τῶν θρησκειῶν, ἀλλὰ ὄχι ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ἴδιες. Οἱ κάποιες γενικὲς θρησκειολογικὲς ἀρχὲς δὲν ἐξουδετερώνουν τὶς τεράστιες θεολογικὲς καὶ δογματικὲς διαφορές. Ποιά ἄλλη θρησκεία – ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας – κατέχει τὴ θεολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως; Ποιά θρησκεία διδάσκει Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Ἐκκλησιολογία, Ἱερὰ Μυστήρια, Ἀνάσταση νεκρῶν καὶ Ἀνάληψη; Ποιά θρησκεία ἔχει Ἱδρυτὴ καὶ Θεμελιωτὴ τὸν ἀναμάρτητο Θεάνθρωπο Λυτρωτὴ καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου, Σταυρωθέντα καὶ Ἀναστάντα καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζώντας καὶ νεκρούς; Ποιά θρησκεία ἔχει τὴν ἀσύγκριτη, τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ἠθικὴ διδασκαλία τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ;
5. Στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε κοινὴ βάση. Ἀγάπη, ἡ ὁποία δὲν προκύπτει ἀπὸ τὸ μυστηριακὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν τροφοδοτεῖται ἀπ’ αὐτὸ – γιατὶ μόνο στὸ ἴδιο Σῶμα μποροῦμε νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη – δὲν εἶναι ἀγάπη. Ὅταν λέμε σ’ ἕνα Μουσουλμάνο ἢ σ’ ἕνα Ἰουδαῖο ὅτι πιστεύουμε στὸν ἴδιο Θεό, δὲν τὸν ἀγαπᾶμε. Γιατί, ἀφοῦ λέμε ψέμματα, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀγαπᾶμε. Ἡ ἀγάπη πρέπει ν’ ἀληθεύει. Νὰ μιλᾶμε μαζί τους ἐν ἀγάπῃ, ναί. Νὰ τοὺς ποῦμε, ὅμως, ὅτι δὲν γνωρίζουν. Ὄχι νὰ τοὺς λέμε ἐκ τῶν προτέρων «ξέρετε, στὸν ἴδιο Θεό πιστεύουμε». Ἀφοῦ εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ισχύει καὶ γιὰ τοὺς Μουσουλμάνους, ποὺ λένε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας προφήτης, δηλαδὴ κτίσμα. Τὸ ἴδιο ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ Ἄρειος.
6. Ἡ ἄποψη ὅτι τὸ Ἰσλάμ, ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι μονοθεϊστικὲς καὶ ἀποκαλυπτικὲς θρησκεῖες εἶναι κι αὐτὴ ἐσφαλμένη. Δηλαδή, ὁ Θεὸς μᾶς κοροϊδεύει. Σ’ ἄλλους λέει ποιὸς εἶναι καὶ σ’ ἄλλους δὲν λέει, ἁπλῶς, κάτι διαφορετικό, ἀλλὰ λέει ἀντίθετο πράγμα. Δηλαδή, ἀποκαλύπτεται ὁ Θεὸς στὴν Π.Δ. καὶ μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι βιώνουν αὐτὴ τὴν παρουσία, ὅτι εἶναι ὁ ἄκτιστος, ἄσαρκος Λόγος. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι ἂν διαβάσετε τὸν προφήτη Μωϋσὴ καὶ δέχεσθε αὐτά, ποὺ λέει ὁ Μωϋσής, πρέπει νὰ Μὲ δεχθεῖτε. «Περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψε». Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅμως, δὲν Τὸν δέχονται. Δέχονται ἄλλη ἀποκάλυψη ἀπὸ ἀλλοῦ, ὅπως καὶ οἱ Μουσουλμάνοι. Ὄχι, δὲν εἶναι ἐξ ἀποκαλύψεως θρησκεῖες τὸ Ἰσλὰμ καὶ ὁ Ἰουδαϊσμός. Διότι, ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ψεύδεται, οὔτε νὰ μᾶς κοροϊδεύει. Ὅταν ἀποκαλύπτεται, ἔχουμε ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.
7. «Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐπιδιώκει τὴν διαθρησκειακὴ ἑνότητα, μὲ τὴν προβολὴ τῆς ὄντως δαιμονικῆς θέσεως ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας, ἡ ζωή, τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια˙ κι ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας, ὥστε στὸ τέλος νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ πανθρησκεία τοῦ Ἀντιχρίστου στὰ πλαίσια τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καὶ τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων. Οἱ πυκνούμενες καὶ ἐνισχυόμενες ἀπὸ Χριστιανοὺς ἡγέτες καὶ μερικοὺς οἰκουμενιστὲς Ὀρθοδόξους, διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ οἱ διαθρησκειακοὶ διάλογοι ἔχουν ὁδηγήσει σὲ ἀνεπίτρεπτο συγκρητισμό, ἀποτελοῦν ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Νεομαρτύρων καὶ Ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τῶν ὁποίων τὸ μαρτύριο καὶ ἡ ὁμολογία ὑπὲρ τῆς μοναδικῆς ἀληθείας χάνουν πλέον κάθε νόημα, μεταβάλλονται δὲ καὶ αὐτοὶ σὲ ἀνοήτους «φουνταμενταλιστάς»»[50].
8. Μὲ κάθε εἰλικρίνεια, ἀνιδιοτέλεια καὶ μετριοπάθεια ὑποστηρίζουμε ὅτι δὲν εἴμασθε κατὰ τῶν διαλόγων μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ αἱρετικῶν ἢ ἑτεροδόξων, ἀρκεῖ οἱ διάλογοι αὐτοὶ νὰ στηρίζονται σὲ σωστὲς ἐκκλησιολογικές, θεολογικές, ποιμαντικὲς ἀρχὲς καὶ δόγματα, δηλαδὴ στὶς ὀρθόδοξες νηπτικές, ἡσυχαστικές, φιλοκαλικές, παραδοσιακές, χριστοκεντρικές, ἀποστολικὲς καὶ πατερικὲς ἀρχὲς καὶ δόγματα.
Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι ἡ θεολογία μπορεῖ νὰ ἀσκεῖται ὀρθοδόξως, πατερικῶς καὶ ἀνατολικῶς, πρῶτον, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φθάσει στὴ νηπτικὴ θεωρία-θεοπτία τοῦ ἀκτίστου Θείου Φωτός, δεύτερον, ἀπὸ τοὺς ἔχοντας τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ, τρίτον, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ στάδιο τῆς καθάρσεως τῆς καρδίας τὸ μετριώτατον. Ὁ θεολόγος πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ τὰ στάδια τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ, τῆς ἐλλάμψεως-θεωρίας-θεοπτίας. Διαφορετικὰ ἡ θεολογία γίνεται δαιμονική, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Συμεώνα τὸν Νέο Θεολόγο.
Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι στὸν Ὀρθοδοξο-ισλαμικὸ διάλογο θὰ πρέπει νὰ στέλνονται θεολόγοι (κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί), οἱ ὁποῖοι νὰ ἐκφράζουν τὴν εὐσέβεια τῆς λατρευούσης Ἐκκλησίας, τὴν εὐαγγελικὴ καὶ πατερικὴ ἀλήθεια. Νὰ ἐκλείψει μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων ἡ τείνουσα νὰ ἐπικρατήσει ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος, δηλ. ἡ συνύπαρξη στὴν ἴδια Ἐκκλησία μελῶν της ποὺ πιστεύουν διαφορετικὰ ἢ καὶ ἀντίθετα δόγματα. Νὰ ἐξοβελισθεῖ τὸ οὐμανιστικὸ πνεῦμα, ποὺ ἐπικρατεῖ καὶ θυμίζει τὸν δυτικὸ Βαρλαάμ. Ὀφείλει ὁ διάλογος νὰ ὁδηγεῖ τοὺς Μουσουλμάνους στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀποκήρυξη τῆς πλάνης τους κι ἔπειτα στὴν «ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», δηλ. τὴν «ἐν Χριστῷ» ἀνακαίνισή τους. Τέλος, ὀφείλουμε νὰ διαλεγόμασθε οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ εἰλικρίνεια ὡς αυθεντικὰ Ὀρθόδοξοι, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ εὐθύνη μας ἀπέναντι στὸν Θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κόσμο.
Μᾶς κάνει, ἐπίσης, ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ ἔγιναν καὶ γίνονται ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια περίπου οἱ διάλογοι αὐτοὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἑτεροδόξων, δὲν ἔγινε καὶ δὲν γίνεται κανένας διάλογος ἐνδοορθόδοξος. Γιατὶ ἄραγε; Μήπως πρέπει νὰ κάνουμε αὐτοκριτική, αὐτογνωσία, αὐτομεμψία, αὐτοκατηγορία καὶ νὰ μετανοήσουμε πρῶτα ὅλοι μας καὶ Ὀρθόδοξοι καὶ αιρετικοὶ καὶ ἑτερόδοξοι καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσουμε τὶς θεολογικὲς καὶ ποιμαντικές μας ἀρχές, στηριζόμενοι στὴν Ἀποστολική, μαρτυρική, προφητικὴ καὶ πατερική μας παράδοση; Ὅλος ὁ διάλογος ἐξαντλεῖται πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ παραθεωρεῖται ὁ διάλογος μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους.
9. Ὅλ’ αὐτὰ τὰ γράφουμε μὲ πόνο καρδίας καὶ ὄχι ἀπὸ κάποια προσωπικὴ ἐμπάθεια καὶ μῖσος πρὸς ὁποιοδήποτε πρόσωπο. Τὸ κίνητρό μας εἶναι ἀνιδιοτελές. Ἐνδιαφερόμασθε μόνον γιὰ τὴν Ἁγία Ὀρθοδοξία μας, μόνο μέσα στὴν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος σωτηρία, καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν βλέπουμε προδωμένη ἀκόμη καὶ ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες καὶ θεολόγους. Ὁποιοσδήποτε μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἄποψη καὶ τὴ γνώμη του καὶ νὰ τὴν κρατᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὄχι, ὅμως, ἀντίχριστες καὶ ἀντορθόδοξες θέσεις νὰ προβάλλονται ἐπισήμως ὡς θέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Προσευχόμασθε νὰ φωτίσει ὁ Ἀναστὰς Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τοὺς μὲν Ὀρθοδόξους, ποὺ εἶναι μπλεγμένοι στὰ δίχτυα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν αὐτὴν τὴν παγίδα τοῦ Διαβόλου, τοὺς δὲ πεπλανημένους αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροδόξους νὰ ἐπισυναγάγει διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀποκηρύξεως τῆς πλάνης τους στὴ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική, Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ πετύχει ὁ μέχρι τώρα ἀποτυχὼν θεολογικὸς διάλογος μεταξὺ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ἰσλὰμ πρέπει νὰ ἀλλάξουν ἐκ θεμελίων οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ κριτήρια τοῦ διαλόγου αὐτοῦ καὶ νὰ τεθοῦν νέα κριτήρια, τὰ ὁποῖα νὰ βασίζονται στὴν πλούσια δογματική, λειτουργική, ἀσκητική, ἡσυχαστική, νηπτική, πατερικὴ καὶ ἱεροκανονικὴ θεολογία καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Σημασία ἔχει νὰ ἀκολουθοῦμε ὅλοι μας ταπεινῶς τοὺς ἁγίους θεόπτες Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς καὶ μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι Πατέρες εἶναι οἱ μόνοι ἀπλανεῖς καὶ διαχρονικοὶ διδάσκαλοι τῆς οἰκουμένης καὶ παγκόσμιοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Ὃ εὐχόμεθα γενέσθαι τῇ Χάριτι καὶ εὐδοκίᾳ τοῦ Τρισυποστάτου Θεοῦ ἡμῶν, τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ταῖς θεομητορικαῖς πρεσβείαις τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ ταῖς πρεσβείαις τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ.
[1] Ἀρχιμ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
[2] Ἀρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, Ὁ Οἰκουμενισμὸς χωρὶς μάσκα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Ταύπος, Ἀθήνα 1988, σσ. 23, 25.
[3] Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος, 5η ὁμιλία στὸν προφήτη Δανιὴλ τῆς 15-11-1981. Σχ. βλ. Χριστιανικὴ Σπίθα (Μάϊος 2011) 1.
[4] Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στὴν ἕδρα τῆς Coca Cola, Η.Π.Α., 29.10.2009, www.patriarchate.org/multimedia/video καὶ www.augoustinos-kantiotis.gr.
[10] Κ.Δ.Γεωργούλης, «Μουσουλμανισμός», Θ.Η.Ε., τ. 9, στ. 113–119, Ἀθῆναι 1966.
[11] Γρ . Ζιάκας, Τὸ Ἰσλάμ˙ θρησκεία καὶ πολιτεία, ἐκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσ/κη 2001, σσ. 155 – 156 καὶ Κ.Δ. Γεωργούλης, ὅ.π. στ. 128 – 129.
[12] Ἡλ. Νικολακάκης, «Τὸ Ἰσλὰμ κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό», ΕΕΘΣΘ τμήματος Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας 1 (1990), σσ. 262 – 264.
[13] Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ αἱρέσεων ρα΄ 17, 38, 57, 176, PG 94, 678-780 καὶ ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, τ. 2, Θεσ/κη 1991, σσ. 306-321.
[14] Ὅ.π., ρα΄ 1 – 2.
[15] Ὅ.π., ρα΄ 5.
[16] Ὅ.π., ρα΄ 18 – 37.
[17] Περὶ αἱρέσεων ρα΄, P.G. 94, 765 ΑΒ καὶ Ἡλ. Νικολακάκης, «Τὸ Ἰσλὰμ…» , σσ. 267 – 268.
[18] Ἀπόψεις περὶ τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ διαλόγου Ὀρθοδοξίας καὶ Ἰσλὰμ (ἀνάτυπο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Κοινωνία, ἔτος Μ΄ (1997) τεύχη 1, 2, σσ. 1-11 καὶ 145-146) ἐκδ. Ἱ.Μ.Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀθήνα 1997, σ. 17.
[19] Περὶ αἱρέσεων ρα΄, 40 – 42.
[20] Ὅ.π., ρα΄ 54.
[21] Περὶ αἱρέσεων ρα΄, 129 - 130.
[22] Ὅ.π., ρα΄ 175.
[23] Β. Φανουργάκης, «Αἱ περιπέτειαι καὶ ἡ δραστηριότης τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ κατὰ τὸ ἔτος τῆς αἰχμαλωσίας (1354-1355)», Κληρονομία 16 (1984) 249-272, σσ. 259 – 260.
[24] Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Κείμενα αἰχμαλωσίας, ἐκδ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΕΠΕ, τ. 7, Θεσ/κη 1987, σσ. 160-225, Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν 13, 10 - 16, 5, σσ. 172-176
[25] Ὅ.π. 13, 17 - 18, σ. 172.
[26] Ματθ. 4, 2.
[27] Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν 14, 29 - 30, σ. 172.
[28] Ὅ.π. 14, 32 – 1, σσ. 172 – 174.
[29] Πρωτοπρεσβ. Θ. Ζήσης, Διαθρησκειακὲς συναντήσεις˙ ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ἐκδ. Τέρτιος, Θεσ/κη 2033, σσ. 80 – 81.
[30] Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν 23, 35 – 37, σ. 184.
[31] Ὅ.π. 24, 17 – 18, σ. 184.
[32] Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν 24, 24 – 28, σ. 184.
[33] Ὅ.π. 24, 31 – 33, σ. 186.
[34] Ὅ.π. 24, 27 – 29, σ. 186.
[35] Ὅ.π. 28, 31 – 34, σσ. 188 – 190.
[36] Ὅ.π. 28, 34 – 15, σ. 190.
[37] Ὅ.π. 29, 16 – 20, σ. 190.
[38] Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν 29, 24 – 30, σ. 190.
[39] Πρωτοπρεσβ. Θ. Ζήσης,, Διαθρησκειακὲς…, σσ. 84 – 90.
[40] Ὅ.π. σσ. 89 – 90.
[41] Γρ. Ζιάκας, «Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὁ διάλογος μὲ τὸ Ἰσλάμ», Διαθρησκειακὸς Διάλογος, σημειώσεις γιὰ τοὺς φοιτητὲς τοῦ ΣΤ΄ ἐξαμήνου τοῦ τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, Θεσ/κη (2002) 1-87, σ. 59.
[42] Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας 13, 32 – 36, σ.σ. 220 – 222.
[43] Ὅ.π. 13, 5, σ. 222.
[44] Ὅ.π. 13, 12 – 14, σ. 222.
[45] Πρωτοπρεσβ. Θ. Ζήσης,, Διαθρησκειακὲς…, σσ. 82 – 84.
[46] Ἡλ. Νικολακάκης, «Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰσλὰμ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 81 (1998) 353-368, σσ. 366 – 368.
[47] Β΄ Κορ. 6, 16.
[48] Ματθ. 10, 34.
[49] Ρωμ. 12, 18.
[50] Πρωτοπρεσβ. Θ. Ζήσης,, Διαθρησκειακὲς…